Выбрать главу

Σταμάτησε πλάι στον τοίχο, στην πρόσοψη του σπιτιού, κάτω από το σπασμένο παράθυρο και έστησε αυτί. Ο πιο δυνατός ήχος που άκουσε ήταν το μουντό ταμπούρλισμα του αίματος στα αυτιά του Σηκώθηκε αργά και κοίταξε μέσα.

Η κατσαρόλα του βραστού κειτόταν αναποδογυρισμένη στις στάχτες του τζακιού. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο σχισμένα, σπασμένα ξύλα· ούτε ένα έπιπλο δεν είχε μείνει άθικτο. Ακόμα και το τραπέζι έγερνε στραβά, με τα δύο του πόδια κουτσουρεμένα. Είχαν βγάλει και είχαν τσακίσει όλα τα ντουλαπάκια· όλα τα ράφια και οι ντουλάπες έστεκαν ανοιχτές και πολλές πόρτες κρέμονταν από ένα μόνο μεντεσέ. Τα περιεχόμενα τους ήταν διάσπαρτα στα συντρίμμια και όλα ήταν καλυμμένα από μια λευκή σκόνη. Ήταν αλεύρι και αλάτι, αν έκρινε από τους σχισμένους σάκους, που ήταν πεταμένοι δίπλα στο τζάκι. Τέσσερα συστραμένα σώματα κείτονταν, φύρδην-μίγδην, στα απομεινάρια της επίπλωσης. Τρόλοκ.

Ο Ραντ αναγνώρισε τον ένα από τα κριαρίσια κέρατά του. Οι άλλοι ήταν αρκετά όμοιοι, ακόμα και στις διαφορές τους, ένα απωθητικό ανακάτεμα από παραμορφωμένα ανθρώπινα πρόσωπα, που διέθεταν μουσούδες, κέρατα, πούπουλα και τρίχωμα. Τα χέρια τους, ανθρώπινα σχεδόν, χειροτέρευαν την εντύπωση. Δύο φορούσαν μπότες· οι άλλοι είχαν οπλές. Τους κοίταξε χωρίς ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια, ώσπου άρχισαν να τον τσούζουν. Κανένας Τρόλοκ δεν σάλεψε. Σίγουρα ήταν πεθαμένοι. Και ο Ταμ περίμενε.

Μπήκε τρέχοντας από την εξώπορτα και σταμάτησε, νιώθοντας την ανάγκη να κάνει εμετό λόγω της δυσωδίας. Ένας στάβλος που είχε μήνες να καθαριστεί, αυτή ήταν η μόνη σύγκριση που του ήρθε στο νου. Βδελυροί λεκέδες μίαιναν τους τοίχους. Προσπάθησε να ανασαίνει από το στόμα και άρχισε να ψάχνει βιαστικά στα ανάκατα αντικείμενα του πατώματος. Σε κάποιο ντουλαπάκι είχαν ένα φλασκί.

Ένα ξύσιμο πίσω του τον έκανε να νιώσει ρίγος ως το μεδούλι και στριφογύρισε, σχεδόν σκοντάφτοντας στα απομεινάρια του τραπεζιού. Κρατήθηκε και βόγκηξε και τα δόντια του θα χτυπούσαν μεταξύ τους, αν δεν τα έσφιγγε, τόσο δυνατά, που τον πόνεσε το σαγόνι του.

Ένας Τρόλοκ σηκωνόταν όρθιος. Κάτω από βουλιαγμένα μάτια ξεπρόβαλε μουσούδα λύκου. Ανέκφραστα, απαθή μάτια, υπερβολικά ανθρώπινα. Τριχωτά, μυτερά αυτιά, που τινάζονταν συνεχώς. Ο Τρόλοκ δρασκέλισε έναν από τους νεκρούς συντρόφους του με αιχμηρές, κατσικίσιες οπλές. Η ίδια μαύρη, πλεχτή πανοπλία, που και οι άλλοι φορούσαν, έτριζε πάνω στο δερμάτινο παντελόνι του και ένα από τα πελώρια σπαθιά, που έμοιαζαν με δρεπάνι, κρεμόταν στο πλάι του.

Μουρμούρισε κάτι λαρυγγικό και κοφτό και μετά είπε, “Αλλοι έφυγαν. Ναργκ έμεινε. Ναργκ έξυπνος”. Οι λέξεις ήταν παραμορφωμένες και δύσκολα γίνονταν κατανοητές, καθώς έβγαιναν από ένα στόμα που δεν προοριζόταν για ανθρώπινη λαλιά. Ο Ραντ σκέφτηκε πως ίσως ο Τρόλοκ να προσπαθούσε να ακουστεί καθησυχαστικός, αλλά δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από τα μακριά, κοφτερά, λεκιασμένα δόντια, τα οποία άστραφταν κάθε φορά που το πλάσμα μιλούσε. “Ναργκ ξέρει, μερικοί κάποτε έρχονται πάλι. Ναργκ περιμένει Εσύ δεν θέλει σπαθί. Ασε σπαθί κάτω”.

Πριν μιλήσει ο Τρόλοκ, ο Ραντ δεν είχε καταλάβει πως κρατούσε, τρεμάμενο μπροστά του, το σπαθί του Ταμ και με τα δύο χέρια, με τη μύτη του στραμμένη προς το πελώριο πλάσμα. Ο Τρόλοκ πυργωνόταν μπροστά του, με το κεφάλι και τους ώμους να τον ξεπερνούν και το στήθος και τα μπράτσα του θα έκαναν τον αφέντη Λούχαν να φαντάζει νάνος.

“Ναργκ δεν πειράξει”. Έκανε ένα βήμα πιο κοντά, χειρονομώντας. “Εσύ, άσε σπαθί κάτω”. Οι σκούρες τρίχες στις ράχες των χεριών του ήταν πυκνές, σαν γούνα.

“Μην πλησιάζεις”, είπε ο Ραντ κι ευχήθηκε να ήταν η φωνή του πιο σταθερή. “Γιατί το κάνατε αυτό; Γιατί;”

“Βλζα ντάεγκ ρόγκχντα!” Το γρύλισμα γρήγορα έγινε χαμόγελο, γεμάτο δόντια “Ασε σπαθί κάτω. Ναργκ δεν πειράξει. Μυρντράαλ θέλει μιλήσει μαζί σου”. Το ίχνος κάποιου συναισθήματος άστραψε στο παραμορφωμένο πρόσωπο. Φόβος. “Αλλοι γυρίσουν, μιλήσεις Μυρντράαλ”. Προχώρησε άλλο ένα βήμα, το μεγάλο χέρι του ακούμπησε στη λαβή του σπαθιού του. “Εσύ άσε σπαθί κάτω”.

Ο Ραντ έγλειψε τα χείλη του. Μυρντράαλ! Οι χειρότερες ιστορίες απόψε είχαν βγει αληθινές. Αν ερχόταν ένας Ξέθωρος, οι Τρόλοκ δεν θα συγκρίνονταν μαζί του. Ο Ραντ έπρεπε να ξεφύγει. Αλλά δεν θα τα κατάφερνε, αν ο Τρόλοκ ύψωνε αυτή τη βαριά λεπίδα. Ανάγκασε τα χείλη του να σχηματίσουν ένα τρεμάμενο χαμόγελο. “Εντάξει”. Έσφιξε γερά το σπαθί του και χαμήλωσε τα χέρια του στο πλάι. “Θα μιλήσω”.

Το λυκίσιο χαμόγελο έγινε γρύλισμα και ο Τρόλοκ όρμηξε πάνω του. Ο Ραντ δεν είχε φανταστεί ότι ένα τόσο μεγαλόσωμο πλάσμα θα ήταν τόσο σβέλτο. Ύψωσε απεγνωσμένα το σπαθί του. Το τερατώδες σώμα βρόντηξε πάνω του, τον κόλλησε στον τοίχο. Με μια πνιχτή ανάσα, ο αέρας εγκατέλειψε τα πνευμόνια του. Πάλεψε να ανασάνει, καθώς έπεφταν μαζί στο πάτωμα, με τον Τρόλοκ πάνω του. Σφάδαξε με βία κάτω από το βάρος που τον έλιωνε, προσπαθώντας να αποφύγει τα χοντρά χέρια που τον άρπαζαν και τα σαγόνια που ανοιγόκλειναν.