Ο Τρόλοκ, μ’ έναν ξαφνικό σπασμό, έμεινε ακίνητος. Ο Ραντ, χτυπημένος και μωλωπισμένος, ασφυκτιώντας σχεδόν κάτω από τον όγκο που τον πλάκωνε, έμεινε ξαπλωμένος, δίχως να μπορεί να το πιστέψει. Συνήρθε όμως αμέσως και κατάφερε, τουλάχιστον, να βγει σπαρταρώντας κάτω από το πτώμα. Που ήταν τώρα πραγματικό πτώμα. Η ματωμένη λεπίδα του σπαθιού του Ταμ προεξείχε από το κέντρο της πλάτης του Τρόλοκ. Τελικά, την είχε υψώσει εγκαίρως. Το αίμα είχε, επίσης, σκεπάσει τα χέρια του Ραντ και σχημάτιζε ένα μαυριδερό λεκέ στο μπροστινό μέρος του πουκάμισου του. Ένιωσε το στομάχι του να ανακατεύεται και ξεροκατάπιε, πασχίζοντας να μην κάνει εμετό. Έτρεμε πάλι σύγκορμος, όπως πριν που φοβόταν, μα τώρα ήταν από την ανακούφιση που ένιωθε, επειδή ήταν ακόμα ζωντανός.
Άλλοι γυρίσουν, είχε πει ο Τρόλοκ. Οι άλλοι Τρόλοκ θα επέστρεφαν στην αγροικία. Κι ένας Μυρντράαλ, ένας Ξέθωρος. Οι ιστορίες έλεγαν, πως οι Ξέθωροι ήταν επτά μέτρα ψηλοί, με μάτια πύρινα και ίππευαν τις σκιές· σαν άλογα. Όταν ένας Ξέθωρος γυρνούσε στο πλάι εξαφανιζόταν και οι τοίχοι δεν τους εμπόδιζαν.
Ο Ραντ έπρεπε να τελειώσει τη δουλειά του και να το σκάσει γρήγορα.
Μουγκρίζοντας με κόπο, αναποδογύρισε το πτώμα του Τρόλοκ για να πάρει το σπαθί ― και παραλίγο να το έβαζε στα πόδια, όταν δυο ανοιχτά μάτια τον κοίταξαν. Έκανε ένα λεπτό μέχρι να συνειδητοποιήσει πως τον κοίταζαν με τη γυαλάδα του θανάτου.
Σκούπισε τα χέρια σε ένα σχισμένο κουρέλι ―πριν μερικές ώρες ήταν ένα πουκάμισο του Ταμ― και ελευθέρωσε τη λεπίδα. Καθάρισε το σπαθί, πέταξε απρόθυμα το κουρέλι στο πάτωμα. Δεν υπήρχε καιρός για πάστρα, σκέφτηκε με γέλιο και έσφιξε τα δόντια για να το σταματήσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί πώς θα μπορούσαν να καθαρίσουν ποτέ το σπίτι, τόσο καλά ώστε να ξαναζήσουν εκεί. Η φρικτή δυσωδία μάλλον θα είχε κιόλας ποτίσει τα ξύλα. Αλλά δεν είχε καιρό για τέτοιες σκέψεις. Δεν υπήρχε καιρός για πάστρα. Ίσως δεν υπήρχε καιρός για τίποτα.
Ηταν σίγουρος πως ξεχνούσε αρκετά πράγματα που θα τους ήταν απαραίτητα, αλλά ο Ταμ τον περίμενε και οι Τρόλοκ θα ξανάρχονταν. Μάζεψε ό,τι μπόρεσε να σκεφτεί πάνω στη φούρια του. Κουβέρτες από τα πάνω υπνοδωμάτια και καθαρά πανιά για να δέσει την πληγή του Ταμ. Τους μανδύες και τα παλτά τους. Ένα φλασκί που έπαιρνε μαζί του, όταν πήγασε τα πρόβατα στο λιβάδι. Ένα καθαρό πουκάμισο. Δεν ήξερε πότε θα είχε μετά χρόνο να αλλάξει, αλλά ήθελε να βγάλει το ματοβαμμένο πουκάμισο του με την πρώτη ευκαιρία. Τα σακουλάκια με τη φλούδα ιτιάς και τα άλλα γιατρκά ήταν μέσα στη σκοτεινή, λασπερή λιμνούλα, την οποία δεν άντεχε να αγγίξει.
Ένας κουβάς, από το νερό που είχε φέρει ο Ταμ, έστεκε ακόμα κοντά στο τζάκι κι, ως εκ θαύματος, δεν τον είχαν χύσει, ούτε μαγαρίσει, Γέμισε από κει το φλασκί, έπλυνε βιαστικά τα χέρια του και έψαξε με βιάση άλλη μια φορά για να δει μήπως είχε ξεχάσει τίποτα. Συμπέρανε πως θα έπρεπε να βολευτούν με ό,τι είχε μαζέψει. Μάζεψε γοργά τα πάντα έξω από την πόρτα.
Το τελευταίο που έκανε, πριν φύγει από το σπίτι, ήταν να ξεθάψει μια διαλυμένη λάμπα από τα συντρίμμια στο πάτωμα. Είχε ακόμα λάδι. Την άναψε μ’ ένα κερί, έκλεισε τα παντζούρια —εν μέρει για τον άνεμο, αλλά, κυρίως, για να μην τραβήξει την προσοχή― και έτρεξε έξω με τη λάμπα στο ένα χέρι και το σπαθί στο άλλο. Δεν ήξερε τι θα έβρισκε στον αχυρώνα. Μετά το μαντρί δεν είχε πολλές ελπίδες. Αλλά χρειαζόταν το κάρο για να κουβαλήσει τον Ταμ στο Πεδίο του Έμοντ και για το κάρο χρειαζόταν την Μπέλα. Η ανάγκη του έδινε λίγη ελπίδα.
Οι πόρτες του αχυρώνα ήταν ορθάνοιχτες και η μία σάλευε στον αέρα, με τους μεντεσέδες να τρίζουν. Το εσωτερικό στην αρχή του φάνηκε ίδιο, όπως πάντα. Έπειτα, το βλέμμα του έπεσε στα άδεια χωρίσματα, στις πορτούλες που είχαν ξεκολλήσει, δια της βίας, από τους μεντεσέδες τους. Η Μπέλα και η αγελάδα είχαν εξαφανιστεί. Πήγε γοργά στο πίσω μέρος του αχυρώνα. Το κάρο κείτονταν στο πλάι και οι μισές ακτίνες των τροχών ήταν σπασμένες. Από ένα ρυμό είχε μείνει μόνο ένα κολόβωμα μισού μέτρου.
Τον κατέκλυσε η απόγνωση, την οποία τόση ώρα αντιμαχόταν. Δεν ήξερε αν μπορούσε να κουβαλήσει τον Ταμ μέχρι το χωριό, ακόμα κι αν ο πατέρας του άντεχε. Ο πόνος ίσως να σκότωνε τον Ταμ πιο γρήγορα απ’ όσο ο πυρετός. Πάντως, ήταν η μόνη διέξοδος. Εδώ είχε κάνει ό,τι μπορούσε. Όπως γυρνούσε για να φύγει, το βλέμμα του έπεσε στον κουτσουρεμένο ρυμό του κάρου, που κειτόταν στο γεμάτο άχυρα πάτωμα. Ξαφνικά χαμογέλασε.