Выбрать главу

Ακούμπησε κάτω το φανάρι και το σπαθί του, και πάλεψε με το κάρο· το έγειρε από την άλλη μεριά για να πέσει όρθιο, με τον ξερό κρότο κι άλλων ακτινών που έσπαζαν και μετά έβαλε τον ώμο του και το έσπρωξε για να γυρίσει. Ο ρυμός, που είχε μείνει απείραχτος, πρόβαλλε μπροστά. Άρπαξε το σπαθί και πελέκησε την πηχτή στάχτη. Προς έκπληξη κι ευχαρίστησή του, μεγάλα κομμάτια ξύλου πετιούνταν με τα χτυπήματά του και έκοβε γοργά, σαν να κρατούσε ένα καλό τσεκούρι.

Όταν ο ρυμός έπεσε, ο Ραντ κοίταξε, θαυμάζοντας, τη λεπίδα του σπαθιού. Ακόμα και το πιο καλοακονισμένο τσεκούρι θα είχε στομώσει, πελεκώντας αυτό το σκληρό, γερασμένο ξύλο, αλλά το σπαθί έμοιαζε αστραφτερό και κοφτερό όπως πάντα. Άγγιξε την κόψη με τον αντίχειρά του και μετά τον έχωσε βιαστικά στο στόμα του. Η λεπίδα ήταν ακόμα κοφτερή, σαν ξυράφι.

Αλλά δεν είχε χρόνο για να θαυμάζει. Σβήνοντας τη λάμπα —με τόσα που είχαν γίνει, δεν ήταν ανάγκη να βάλει από πάνω φωτιά στο στάβλο- μάζεψε τους ρυμούς και έτρεξε να πάρει αυτά που είχε αφήσει στο σπίτι.

Όλα μαζί ήταν άβολο φορτίο. Όχι βαρύ, αλλά δύσκολο να το ισορροπήσει και να το κουμαντάρει, καθώς οι ρυμοί σάλευαν και κουνιόνταν στα χέρια του, εκεί που προχωρούσε παραπατώντας στο οργωμένο χωράφι. Όταν χώθηκε στο δάσος, η κατάσταση χειροτέρεψε, αφού πιάνονταν στα δέντρα και σχεδόν τον έριχναν κάτω. Θα ήταν ευκολότερο αν τους έσερνε, αλλά θα άφηνε πίσω του ολοφάνερα ίχνη. Σκόπευε να περιμένει όσο μπορούσε, πριν το κάνει.

Ο Ταν ήταν ακριβώς εκεί που τον είχε αφήσει κι έμοιαζε να κοιμάται. Τουλάχιστον ο Ραντ ήλπιζε ότι κοιμόταν. Νιώθοντας ξαφνικό φόβο, έριξε το φορτίο του και ακούμπησε το πρόσωπο του πατέρα του. Ο Ταμ ακόμα ανάπνεε, αλλά ο πυρετός του είχε χειροτερέψει.

Το άγγιγμα ξύπνησε τον Ταμ, χωρίς όμως να τον φέρει σε κατάσταση διαύγειας. “Εσύ είσαι, αγόρι μου;” είπε χαμηλόφωνα. “Ανησυχούσα. Ονειρευόμουν αλλοτινούς καιρούς. Εφιάλτες”. Μουρμουρίζοντας απαλά, ξανακοιμήθηκε.

“Μην στενοχωριέσαι”, είπε ο Ραντ. Έριξε πάνω στον Ταμ το παλτό και το μανδύα του για να τον φυλάξει από τον άνεμο. “Θα σε πάω στη Νυνάβε, όσο πιο γρήγορα μπορώ”. Ενώ μιλούσε, τόσο για χάρη του Ταμ, όσο για να καθησυχάσει και τον εαυτό του, έβγαλε το ματωμένο πουκάμισό του, χωρίς να προσέξει καν το κρύο πάνω στη βιασύνη του να το ξεφορτωθεί και φόρεσε γοργά το καθαρό. Ένιωσε σαν να είχε κάνει μπάνιο. “Όπου να ’ναι θα φτάσουμε στη σιγουριά του χωριού και η Σοφία θα σε γιατρέψει. Θα δεις. Όλα θα πάνε καλά”.

Η σκέψη αυτή ήταν σαν φάρος, καθώς φορούσε το παλτό του και έσκυβε για να φροντίσει την πληγή του Ταμ. Θα ήταν ασφαλείς μόνο όταν έφταναν στο χωριό και η Νυνάβε θα θεράπευε τον Ταμ. Ο ίδιος δεν είχε παρά να τον πάει εκεί.

6

Το Δυτικό Δάσος

Ο Ραντ δεν πολυέβλεπε τι έκανε με το φως του φεγγαριού, αλλά η πληγή του Ταμ έμοιαζε να είναι μονάχα ένα επιφανειακό κόψιμο κάθετο στα πλευρά του, όχι μακρύτερη από την παλάμη του. Κούνησε το κεφάλι του απορημένα. Είχε δει τον πατέρα του να τραυματίζεται χειρότερα και να συνεχίζει τη δουλειά, κάνοντας μονάχα μια σύντομη παύση για να ξεπλυθεί. Έψαξε γοργά τον Ταμ από την κορφή ως τα νύχια για να δει αν υπήρχε κάτι σοβαρότερο, που θα εξηγούσε τον πυρετό, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν αυτό το κόψιμο.

Αν και μικρό, αυτό το ένα και μοναδικό κόψιμο ήταν αρκετά σοβαρό· η σάρκα γύρω του έκαιγε. Ήταν πιο ζεστή από το υπόλοιπο σώμα του Ταμ, το οποίο έκαιγε τόσο που ο Ραντ έσφιξε τα δόντια. Όταν ο πυρετός ήταν τόσο έντονος μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο, ή να τον αφήσει κουφάρι του παλιού εαυτού του. Ο Ραντ έβρεξε ένα πανί με νερό από το φλασκί και το άπλωσε στο μέτωπο του Ταμ.

Προσπάθησε να κάνει απαλές κινήσεις, καθώς έπλενε κι έδενε την πληγή στο πλευρό του πατέρα του, όμως κι έτσι, χαμηλόφωνα βογκητά διέκοπταν το συνεχές μουρμουρητό του Ταμ. Ολόγυρά τους ορθώνονταν γυμνά κλαδιά, που τους πλησίαζαν απειλητικά, καθώς τα κουνούσε ο άνεμος. Λογικά οι Τρόλοκ θα τραβούσαν το δρόμο τους, όταν αποτύγχαναν να βρουν τον Ραντ και τον Ταμ, όταν θα επέστρεφαν στην αγροικία και θα την έβρισκαν άδεια. Ο Ταμ προσπάθησε να το πιστέψει αυτό, αλλά ο κακόβουλος τρόπος που είχαν καταστρέψει το σπίτι, τόσο άσκοπα, δεν του έδινε περιθώριο να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Θα ήταν επικίνδυνο να πιστέψει ότι θα σταματούσαν, πριν σκοτώσουν όποιον κι ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και δεν είχε την πολυτέλεια να βασιστεί σε μια τέτοια πιθανότητα.

Τρόλοκ. Μα το Φως εκεί ψηλά, Τρόλοκ! Πλάσματα από ιστορία Βάρδου, που βγήκαν από τη νύχτα για να γκρεμίσουν την πόρτα. Και ένας Ξέθωρος. Φως λάμψε πάνω μου, Ξέθωρος!

Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι κρατούσε τις λυτές άκρες του επιδέσμου σε ακίνητα χέρια. Παγωμένος, σαν λαγός που είδε σκιά γερακιού, σκέφτηκε περιφρονητικά. Κουνώντας θυμωμένα το κεφάλι του, έδεσε τον επίδεσμο γύρω από το στήθος του Ταμ.