Μπορεί να ήξερε τι έπρεπε να κάνει και το έκανε, αλλά αυτό δεν σκόρπιζε τους φόβους του. Όταν επέστρεφαν οι Τρόλοκ σίγουρα θα πήγαιναν να ψάξουν το δάσος γύρω από το αγρόκτημα, για να βρουν τα ίχνη των ανθρώπων που είχαν ξεφύγει. Το πτώμα του σκοτωμένου θα τους έλεγε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν απείχαν πολύ. Ποιος ήξερε, άραγε, τι θα έκανε ο Ξέθωρος, ή τι μπορούσε να κάνει; Πέρα απ’ αυτά, το σχόλιο του πατέρα του για την ακοή των Τρόλοκ ηχούσε στο μυαλό του, σαν να του το είχε πει μόλις τώρα. Ένιωσε τον πειρασμό να κλείσει με το χέρι του το στόμα του Ταμ για να πνίξει τα βογκητά και τα μουρμουρητά του, αλλά δεν ενέδωσε. Μερικοί μπορούν να ακολουθήσουν κάποιον από την οσμή. Τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό; Τίποτα. Δεν μπορούσε να χρονοτριβεί, ανησυχώντας για άλυτα προβλήματα.
“Πρέπει να κάνεις ησυχία”, ψιθύρισε στο αυτί του πατέρα του. “Οι Τρόλοκ θα ξαναγυρίσουν”.
Ο Ταμ μίλησε με πνιχτό, τραχύ τόνο. “Είσαι ακόμα όμορφη, Κάρι. Ακόμα όμορφη, σαν νέα κοπέλα”.
Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα. Η μητέρα του είχε πεθάνει πριν δεκαπέντε χρόνια. Αν ο Ταμ πίστευε πως ήταν ακόμα ζωντανή, τότε ο πυρετός ήταν χειρότερος απ’ όσο νόμιζε. Πώς να τον έπειθε να κάνει ησυχία, τώρα που η σιωπή σήμαινε ζωή;
“Η μητέρα θέλει να κάνεις ησυχία”, ψιθύρισε ο Ραντ. Ξερόβηξε για να καθαρίσει το ξαφνικό σφίξιμο που του είχε έρθει στο λαιμό. Τα χέρια της μητέρας του ήταν απαλά· αυτό τουλάχιστον το θυμόταν. “Η Κάρι θέλει να κάνεις ησυχία. Να. Πιες”.
Ο Ταμ ήπιε διψασμένα από το φλασκί, αλλά μετά από μερικές γουλιές γύρισε το κεφάλι στο πλάι και ξανάρχισε να μουρμουρίζει απαλά, τόσο χαμηλόφωνα που ο Ραντ δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Ευχήθηκε να μην τον άκουγαν ούτε οι Τρόλοκ που τους κυνηγούσαν.
Καταπιάστηκε βιαστικά με τις δουλειές που έπρεπε να κάνει. Έπλεξε τρεις κουβέρτες γύρω και ανάμεσα από τους ρυμούς που είχε κόψει από το κάρο, σκαρώνοντας ένα πρόχειρο φορείο. Θα μπορούσε να κρατά μόνο τη μια άκρη, αφήνοντας την άλλη να σέρνεται στο χώμα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Έκοψε με το μαχαίρι της ζώνης του μια μακριά λουρίδα από την τελευταία κουβέρτα και έδεσε κάθε άκρη της σε ένα ρυμό.
Ανέβασε τον Ταμ στο φορείο, όσο πιο απαλά μπορούσε και μόρφαζε με κάθε βογκητό του. Ο πατέρας του πάντα του φαινόταν άτρωτος· τίποτα δεν τον έβλαπτε, τίποτα δεν τον σταματούσε, ούτε τον καθυστερούσε. Η όψη που είχε τώρα σχεδόν ρουφούσε το κουράγιο του Ραντ. Αλλά έπρεπε να συνεχίσει. Αυτό ήταν το μόνο που τον ωθούσε. Έπρεπε να συνεχίσει.
Όταν τελικά ανέβασε τον Ταμ στο φορείο, ο Ταμ δίστασε και μετά πήρε τη ζώνη του σπαθιού από τη μέση του πατέρα του. Όταν τη φόρεσε του έδωσε μια παράξενη αίσθηση· αισθανόταν παράξενα κι ο ίδιος. Η ζώνη και το θηκάρι και το σπαθί μαζί, ζύγιζαν λίγα μόνο κιλά, αλλά, όταν θηκάρωσε τη λεπίδα του, φάνηκε να τον τραβά ένα μεγάλο βάρος.
Τα έβαλε φουρκισμένος με τον εαυτό του. Δεν ήταν ούτε η ώρα, ούτε το μέρος για χαζά ονειροπολήματα. Ένα μεγάλο μαχαίρι, αυτό ήταν όλο. Πόσες φορές είχε ονειρευτεί πως φορούσε σπαθί και ζούσε περιπέτειες; Αν μ’ αυτό μπορούσε να σκοτώσει έναν Τρόλοκ, σίγουρα θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει και άλλους. Ήξερε όμως, πολύ καλά, πως αυτό που είχε συμβεί στην αγροικία ήταν καθαρή τύχη. Και στα όνειρα του για περιπέτειες δεν έβλεπε ότι τα δόντια του θα χτυπούσαν, ότι θα έτρεχε μέσα στη νύχτα για τη ζωή του, ή ότι ο πατέρας του θα βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου.
Τύλιξε βιαστικά την τελευταία κουβέρτα γύρω από τον Ταμ και ακούμπησε το φλασκί και τα άλλα πανιά στο φορείο, πλάι στον πατέρα του. Με μια βαθιά ανάσα, γονάτισε ανάμεσα στους ρυμούς και σήκωσε τη λωρίδα της κουβέρτας πάνω από το κεφάλι του. Την στήριξε πάνω στους ώμους και κάτω από τα μπράτσα του. Όταν έσφιξε τους ρυμούς και ορθώθηκε, το πιο πολύ βάρος ήταν στους ώμους του. Δεν του φαινόταν πολύ βαρύ. Προσπαθώντας να διατηρεί ομαλό ρυθμό, ξεκίνησε με κατεύθυνση προς το Πεδίο του Έμοντ, με τον ξυστό ήχο του φορείου πίσω του.
Είχε ήδη αποφασίσει να πάει στο Δρόμο του Νταμαριού και να τον ακολουθήσει ως το χωριό. Στο δρόμο ο κίνδυνος θα ήταν σχεδόν σίγουρα μεγαλύτερος, αλλά ο Ταμ θα έμενε αβοήθητος, αν ο Ραντ χανόταν, προσπαθώντας να περάσει από το δάσος στα σκοτεινά.
Μέσα στο σκοτάδι βγήκε, σχεδόν πριν το καταλάβει, στο Δρόμο του Νταμαριού. Όταν συνειδητοποίησε πού ήταν, ένιωσε ένα σφίξιμο στο λαιμό, σαν γροθιά. Έστριψε βιαστικά το φορείο προς την άλλη μεριά, το έσυρε στα δέντρα, έπειτα σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα και να γαληνέψει η καρδιά του που χτυπούσε. Ενώ ήταν ακόμα λαχανιασμένος έστριψε προς τα ανατολικά, προς το Πεδίο του Έμοντ.