Το ταξίδι ανάμεσα στα δέντρα ήταν πιο δύσκολο απ’ ό,τι αν έσερνε τον Ταμ στο δρόμο και τώρα, που ήταν νύχτα, ήταν ακόμα χειρότερα, αλλά θα ήταν τρέλα αν έβγαιναν στο δρόμο. Στόχος τους ήταν να φτάσουν στο χωριό, δίχως να συναντήσουν κανέναν Τρόλοκ· δίχως καν να δουν κάποιον από δαύτους, αν η ευχή του έπιανε. Έπρεπε να υποθέσει πως οι Τρόλοκ ακόμα τους κυνηγούσαν και, αργά ή γρήγορα, θα συνειδητοποιούσαν πως οι δύο άνθρωποι είχαν ξεκινήσει για το χωριό. Ήταν το πιθανότερο μέρος που θα πήγαιναν και η πιθανότερη διαδρομή τους ήταν ο Δρόμος του Νταμαριού. Η αλήθεια ήταν πως βρίσκονταν πιο κοντά στο δρόμο απ’ όσο έπρεπε. Η νύχτα και οι σκιές κάτω από τα δέντρα δεν έμοιαζαν σπουδαίο καταφύγιο, που θα τους έκρυβε από το βλέμμα όποιου ταξίδευε εκεί.
Το φεγγαρόφωτο, που έπεφτε μέσα από τα γυμνά κλαδιά, ξεγελούσε τα μάτια του, ώστε να πιστέψουν πως έβλεπαν καθαρά τι υπήρχε μπροστά του. Ρίζες απειλούσαν να του βάλουν τρικλοποδιά σε κάθε βήμα, γέρικες βάτοι άρπαζαν τα πόδια του και, χάρη στις λακκούβες και τα υψωματάκια του εδάφους, ο Ραντ άλλοτε μισόπεφτε, όταν το πόδι του συναντούσε κενό, κι άλλοτε σκόνταφτε, όταν το πόδι του χτυπούσε χώμα. Τα μουρμουρητά του Ταμ γίνονταν οξεία βογκητά, όταν το φορείο αναπηδούσε πάνω σε ρίζες ή βράχους.
Η αβεβαιότητα έκανε τον Ραντ να κοιτάζει στο σκοτάδι, ώσπου τα μάτια του έκαιγαν και να αφουγκράζεται, πιο προσεκτικά από κάθε άλλη φορά στη ζωή του. Κάθε κλαδί που ξυνόταν πάνω σε άλλο κλαδί και κάθε πευκοβελόνα που θρόιζε τον έκανε να σταματά και να στήνει αυτί, χωρίς να τολμά να ανασάνει, τον έκανε να φοβάται ότι δεν θα άκουγε τον προειδοποιητικό ήχο και να φοβάται ότι θα τον άκουγε. Συνέχιζε μόνο όταν ήταν σίγουρος πως είχε ακούσει τον άνεμο.
Σιγά-σιγά, η κούραση μαζευόταν στα χέρια και τα πόδια του και την επιδείνωνε ο νυχτερινός αέρας, που αψηφούσε κοροϊδευτικά το μανδύα και το παλτό του. Το βάρος του φορείου, τόσο ασήμαντο στην αρχή, τώρα προσπαθούσε να τον ρίξει κάτω. Όταν παραπατούσε δεν έφταιγε πάντα το ότι είχε σκοντάψει. Ο σχεδόν αδιάκοπος αγώνας του να μην πέσει του στοίχιζε τον ίδιο κόπο με το τράβηγμα του φορείου. Είχε σηκωθεί πριν την αυγή για να κάνει τις δουλειές του και είχε βγάλει δουλειά μιας μέρας σχεδόν, πριν το ταξίδι στο Πεδίο του Έμοντ. Μια άλλη, συνηθισμένη νύχτα θα αναπαυόταν μπροστά στο τζάκι, διαβάζοντας κάτι από τη μικρή συλλογή βιβλίων του Ταμ προτού πέσει για ύπνο. Το τσουχτερό κρύο τον περόνιαζε ως το μεδούλι και το στομάχι του του θύμιζε πως δεν είχε φάει τίποτα μετά από τις μελόπιτες της κυράς αλ’Βερ.
Μουρμούρισε μονολογώντας, θυμωμένος που δεν είχε πάρει λίγο φαγητό από το αγρόκτημα. Λίγα λεπτά ακόμα δεν θα άλλαζαν τίποτα. Λίγα λεπτά για να βρει λίγο ψωμί και τυρί. Οι Τρόλοκ δεν θα γύριζαν σε λίγα λεπτά. Ή, έστω, μόνο ψωμί. Φυσικά, η κυρά αλ’Βερ θα επέμενε να του βάλει λίγο ζεστό φαγητό, όταν θα έφταναν στο πανδοχείο. Ένα αχνιστό πιάτο πηχτό βραστό από αρνί, μάλλον. Και λίγο από το ψωμί που έψηνε το πρωί. Και μπόλικο καυτό τσάι.
“Ήρθαν πάνω από το Δρακότοιχο, σαν καταρράχτης”, είπε ξαφνικά ο Ταμ με δυνατή, θυμωμένη φωνή, “και μούσκεψαν τη γη στο αίμα. Πόσοι πέθαναν για την αμαρτία του Λάμαν;”
Ο Ραντ παραλίγο να έπεφτε από την έκπληξη. Κατέβασε κουρασμένα το φορείο και λύθηκε. Η λωρίδα της κουβέρτας άφησε ένα καυτό αυλάκι στους ώμους του. Σήκωσε τους ώμους του για να ξεμουδιάσουν και γονάτισε πλάι στον Ταμ. Ενώ ψαχούλευε να βρει το φλασκί, κοίταζε μέσα από τα δέντρα, προσπαθώντας μάταια στο αμυδρό φως του φεγγαριού να δει το δρόμο, που ήταν είκοσι βήματα πιο πέρα. Τίποτα, εκτός από σκιές.
“Δεν υπάρχει καταρράχτης από Τρόλοκ, πατέρα. Έφυγαν. Σύντομα θα είμαστε ασφαλείς στο Πεδίο του Έμοντ. Πιες λίγο νερό”.
Ο Ταμ παραμέρισε το φλασκί με το χέρι του, που έμοιαζε να έχει ανακτήσει όλη του τη δύναμη. Άρπαξε τον Ραντ από το κολάρο, τον τράβηξε τόσο κοντά, που ένιωσε τη ζέστη του πυρετού του στο μάγουλό του. “Τους είπαν απολίτιστους”, είπε βιαστικά ο Ταμ. “Οι βλάκες, είπαν πως θα τους σαρώναμε, σαν φύλλα. Πόσες μάχες χάθηκαν, πόσες πόλεις κάηκαν, μέχρι να δουν την αλήθεια; Μέχρι να σταθούν μαζί όλα τα έθνη απέναντί τους;” Χαλάρωσε τη λαβή του και η φωνή του γέμισε θλίψη, “Οι νεκροί είχαν κρύψει το χώμα στη μάχη του Μάραθ και ο μόνος ήχος ήταν οι κραυγές των κορακιών και το βούισμα των μυγών. Οι ακέφαλοι πύργοι της Καύρυεν καίγονταν τη νύχτα, σαν δαυλοί. Μέχρι τα Λαμπερά Τείχη έκαιγαν κι έσφαζαν πριν τους σταματήσουν. Μέχρι τα—”
Ο Ραντ έκλεισε με το χέρι το στόμα του πατέρα του. Ο ήχος ακούστηκε πάλι, ένα ρυθμικό βροντοκόπημα, που μέσα στα δέντρα δεν ακουγόταν από πού ερχόταν, που εξασθενούσε και μετά δυνάμωνε πάλι, όταν άλλαζε ο άνεμος. Έσμιξε τα φρύδια και γύρισε το κεφάλι του αργά, προσπαθώντας να καταλάβει από πού ακουγόταν. Με την άκρη του ματιού του είδε ένα παιχνίδισμα κάποιας κίνησης και αμέσως έγειρε πάνω στον Ταμ. Ξαφνιάστηκε, όταν ένιωσε το χέρι του να κρατά σφιχτά τη λαβή του σπαθιού, αλλά η προσοχή του συγκεντρώθηκε στο Δρόμο του Νταμαριού, σαν να ήταν το μόνο αληθινό πράγμα σ’ ολόκληρο τον κόσμο.