Выбрать главу

Οι σκιές που τρεμόπαιζαν στα ανατολικά έγιναν άλογο και καβαλάρης, που τους ακολουθούσαν ψηλές, ογκώδεις μορφές, τρέχοντας για να προφτάσουν το ζώο. Το αχνό φως του φεγγαριού λαμπύριζε πάνω σε μύτες δοράτων και λεπίδες τσεκουριών. Ο Ραντ, ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε πως μπορεί να ήταν χωρικοί που έρχονταν να βοηθήσουν. Ήξερε τι ήταν. Το ένιωθε, σαν χώμα που έξυνε τα κόκαλα του, πριν ακόμα πλησιάσουν και φανεί στο φεγγαρόφωτο ο μανδύας και η κουκούλα που έντυναν τον καβαλάρη, ένας μανδύας που κρεμόταν, χωρίς να τον αγγίζει ο άνεμος. Όλες οι μορφές στο σκοτάδι έμοιαζαν μαύρες, και οι οπλές του αλόγου άφηναν τον ίδιο ήχο, όπως κάθε άλλο, όμως ο Ραντ ήξερε αυτό το άλογο.

Πίσω από τον σκοτεινό καβαλάρη, έρχονταν εφιαλτικές μορφές με κέρατα και μουσούδες και ράμφη, Τρόλοκ, σε δύο στοίχους, με ρυθμικό βήμα, με τις μπότες και τις οπλές να χτυπούν το έδαφος την ίδια στιγμή, σαν να υπάκουγαν το ίδιο μυαλό. Ο Ραντ μέτρησε είκοσι καθώς περνούσαν. Αναρωτήθηκε τι είδους άνθρωπος θα τολμούσε να γυρίσει την πλάτη σε τόσους Τρόλοκ. Ή, έστω, σε έναν.

Η φάλαγγα χάθηκε προς τα δυτικά και τα βροντερά βήματα έσβησαν στο σκοτάδι, αλλά ο Ραντ έμεινε εκεί που ήταν, χωρίς να κινεί ούτε έναν μυώνα, παρά μόνο για να ανασάνει. Κάτι του έλεγε να είναι βέβαιος, απολύτως βέβαιος πως είχαν χαθεί πριν σαλέψει. Τελικά, πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε να ισιώσει το κορμί του.

Αυτή τη φορά το άλογο δεν έκανε τον παραμικρό ήχο. Ο σκοτεινός καβαλάρης επέστρεψε μέσα σε απόκοσμη σιωπή και το σκιώδες άτι του σταματούσε κάθε λίγα βήματα, καθώς γυρνούσε αργά στον ίδιο δρόμο. Ο άνεμος δυνάμωσε, βογκώντας ανάμεσα στα δέντρα· ο μανδύας του καβαλάρη δεν έχασε τη νεκρική ακινησία του. Όποτε το άλογο σταματούσε, το κεφάλι με την κουκούλα έστριβε δεξιά κι αριστερά, καθώς ο καβαλάρης κοίταζε ερευνητικά στο δάσος. Το άλογο σταμάτησε πάλι, ακριβώς απέναντι από τον Ραντ και το σκοτεινό άνοιγμα της κουκούλας στράφηκε προς το μέρος που βρισκόταν, μισογερμένος πάνω από τον πατέρα του.

Το χέρι του Ραντ σφίχτηκε σπασμωδικά γύρω από τη λαβή του σπαθιού. Ένιωσε το βλέμμα του καβαλάρη, όπως το είχε νιώσει εκείνο το πρωί και ρίγησε πάλι από το μίσος που ένιωθε, αν και δεν το έβλεπε. Αυτός ο σαβανωμένος άνθρωπος μισούσε τους πάντες και τα πάντα, ό,τι ήταν ζωντανό. Παρά τον κρύο αέρα, κόμποι ιδρώτα φάνηκαν στο πρόσωπο του Ραντ.

Έπειτα το άλογο συνέχισε, κάνοντας πάντα λίγα αθόρυβα βήματα και σταματώντας πάλι, ώσπου το μόνο που μπορούσε να δει ο Ραντ ήταν μια θολούρα, που μόλις διακρινόταν πιο κάτω στο δρόμο.

Δεν έμοιαζε με τίποτα ιδιαίτερο, αλλά το βλέμμα του δεν είχε ξεκολλήσει από κει ούτε στιγμή. Φοβόταν πως, αν την έχανε, θα ξανάβλεπε τον μαυροντυμένο καβαλάρη μόνο όταν το σιωπηλό άλογο θα πρόβαλλε πάνω τους.

Ξαφνικά, η σκιά χίμηξε πίσω, τον προσπέρασε με σιωπηλό καλπασμό. Ο αναβάτης κοιτούσε μόνο μπροστά του, καθώς έσπευδε δυτικά μέσα στη νύχτα, προς τα Όρη της Ομίχλης. Προς το αγρόκτημα.

Ο Ραντ σωριάστηκε κάτω, βαριανασαίνοντας, σκουπίζοντας τον παγωμένο ιδρώτα από το πρόσωπό του με το μανίκι. Δεν τον ένοιαζε πια γιατί είχαν έρθει οι Τρόλοκ. Δεν θα τον πείραζε καθόλου να μην το μάθαινε ποτέ, αρκεί να είχαν τελειώσει όλα.

Κούνησε το κεφάλι, ξανάρθε στα συγκαλά του, φρόντισε βιαστικά τον πατέρα του. Ο Ταμ ακόμα μουρμούριζε, αλλά τόσο χαμηλόφωνα που ο Ραντ δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Προσπάθησε να τον κάνει να πιει λίγο, αλλά το νερό χύθηκε στο σαγόνι του πατέρα του. Ο Ταμ έβηξε και στραβοκατάπιε με τις λιγοστές σταγόνες που κατάφερε να κατεβάσει και μετά ξανάρχισε να μουρμουρίζει, σαν να μην είχε υπάρξει αυτή η διακοπή.

Ο Ραντ έριξε λίγο νερό στο πανί που ήταν στο μέτωπο του πατέρα του, ξανάφησε το φλασκί στο φορείο και ξαναπήρε τους ρυμούς.

Ξεκίνησε σαν να είχε κοιμηθεί αναπαυτικά όλη τη νύχτα, αλλά η ανανεωμένη δύναμή του δεν κράτησε πολύ. Στην αρχή ο φόβος έκρυβε την κούρασή του, όμως, παρ’ όλο που ο φόβος παρέμεινε, η μάσκα σύντομα χάθηκε. Σε λίγο άρχισε πάλι να παραπατά, προσπαθώντας να μη δίνει σημασία στην πείνα και στους πονεμένους μύες του. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να βάζει το ένα πόδι μπροστά στο άλλο χωρίς να σκοντάφτει.

Έβλεπε με το νου του το Πεδίο του Έμοντ, τα παντζούρια ορθάνοιχτα και τα σπίτια φωτισμένα για τη Νύχτα του Χειμώνα, τους ανθρώπους να ανταλλάσσουν ευχές, καθώς πηγαινοέρχονταν στις επισκέψεις τους, τα βιολιά να γεμίζουν τους δρόμους με το “Η Μωρία του Τζάεμ” και το “Το Πέταγμα του Ερωδιού”. Ο Χάραλ Λούχαν θα έπινε μερικά ποτηράκια μπράντυ παραπάνω και θα τραγουδούσε το “Ο Αέρας στο Κριθάρι” με φωνή σαν βάτραχου —όπως έκανε πάντα-