μέχρι να καταφέρει η γυναίκα του να τον συμμαζέψει και ο Τσεν Μπούι θα ήθελε να αποδείξει ότι ακόμα μπορούσε να χορεύει, και ο Ματ θα είχε οργανώσει ένα σχέδιο, που δεν θα εφαρμοζόταν ακριβώς όπως σκόπευε και όλοι θα ήξεραν ότι αυτός ήταν ο φταίχτης, αν και κανένας δεν θα μπορούσε να το αποδείξει. Ο Ραντ σχεδόν χαμογέλασε, καθώς σκεφτόταν όλη τη βραδιά.
Μετά από λίγο, ο Ταμ ξαναμίλησε.
“Αβεντεσόρα. Λένε πως δεν βγάζει σπόρο, μα έφεραν ένα παρακλάδι στην Καύρυεν, ένα δενδρύλλιο. Δώρο βασιλικό και θαυμαστό για τον Βασιλιά”. Αν κι ακουγόταν θυμωμένος, μιλούσε με τόσο χαμηλή φωνή, που ο Ραντ μετά βίας τον καταλάβαινε. Αν κάποιου τα αυτιά τον άκουγαν, θα μπορούσαν να ακούσουν και τα φύλλα να σαλεύουν στο χώμα. Ο Ραντ συνέχισε να περπατά, χωρίς να πολυπροσέχει. “Ποτέ δεν κάνουν ειρήνη. Ποτέ. Αλλά έφεραν ένα δενδρυλλιο, σαν δείγμα ειρήνης. Εκατό χρόνια μεγάλωνε. Εκατό χρόνια ειρήνης, μ’ αυτούς που δεν κάνουν ειρήνη με ξένους. Γιατί το έκοψε; Γιατί; Αίμα ήταν το τίμημα του Αβεντοραλντέρα. Αίμα το τίμημα της περηφάνιας του Λάμαν”.
Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι όνειρο έβλεπε μέσα στον πυρετό του. Αβεντεσόρα. Το Δένδρο της Ζωής, όπως έλεγαν, είχε πολλές και διάφορες θαυματουργές ιδιότητες, αλλά καμία ιστορία δεν ανέφερε κανένα δενδρύλλιο, ή “αυτούς”. Υπήρχε μόνο ένα και ανήκε στον Θαλερό.
Μόλις το ίδιο πρωί θα ένιωθε ανόητος, αν συλλογιζόταν τον Θαλερό και το Δένδρο της Ζωής. Δεν ήταν παρά ιστορίες. Σίγουρα; Το πρωί ήταν ιστορίες και οι Τρόλοκ. Ίσως όλες οι ιστορίες να ήταν αληθινές, σαν τα νέα που έφερναν οι πραματευτές και οι έμποροι, όλα τα παραμύθια των τραγουδιστών και όλες οι ιστορίες που λέγονταν τα βράδια μπροστά στο τζάκι. Μπορεί και να συναντούσε τον Θαλερό, ή κάποιον Ογκιρανό γίγαντα, ή κάποιον άγριο Αελίτη με μαύρο πέπλο.
Κατάλαβε ότι ο Ταμ είχε ξαναρχίσει να μιλά, μερικές φορές μουρμουριστά, άλλες τόσο δυνατά ώστε καταλαβαινόταν. Που και που σταματούσε για να πάρει μια ανάσα, ύστερα συνέχιζε, σαν να μην είχε σταματήσει να μιλά.
“...μάχες, κάνει πάντα ζέστη, ακόμα και στο χιόνι. Ζέστη από τον ιδρώτα. Ζέστη από το αίμα. Μόνο ο θάνατος είναι δροσερός. Πλαγιά του βουνού... το μόνο μέρος που δεν βρωμούσε θάνατο. Έπρεπε να ξεφύγω από τη μυρωδιά... το θέαμα... άκουσα ένα μωρό να κλαίει. Οι γυναίκες τους πολεμούν μαζί με τους άντρες, μερικές φορές, αλλά γιατί την είχαν αφήσει να έρθει, δεν... γέννησε εκεί μόνη της, πριν πεθάνει από τις πληγές της... είχε σκεπάσει το παιδί με το μανδύα της, αλλά ο αέρας... παρασύρει το μανδύα.. παιδί, μελανιασμένο από το κρύο. Κανονικά έπρεπε να είχε πεθάνει... έκλαιγε εκεί. Έκλαιγε στο χιόνι. Δεν μπορούσα να αφήσω ένα παιδί... ήμασταν άτεκνοι... πάντα ήξερα ότι ήθελες παιδιά. Ήξερα ότι θα το έβαζες στην καρδιά σου, Κάρι. Ναι, καλή μου. Το “Ραντ” είναι καλό όνομα. Καλό όνομα”.
Ξαφνικά, τα πόδια του Ραντ έχασαν και τη λίγη δύναμη που είχαν. Παραπάτησε, έπεσε στα γόνατα. Ο Ταμ βόγκηξε από το τράνταγμα και η λωρίδα της κουβέρτας έκοψε τους ώμους του Ραντ, αλλά αυτός δεν κατάλαβε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αν είχε ορμήξει πάνω του Τρόλοκ εκείνη τη στιγμή, ο Ραντ απλώς θα στεκόταν χάσκοντας. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του τον Ταμ, που είχε ξαναβυθιστεί στα άναρθρα μουρμουρητά του. Όνειρα τον πυρετού, σκέφτηκε ζαλισμένος. Ο πυρετός πάντα προκαλούσε άσχημα όνειρα και η νύχτα αυτή θα έφερνε εφιάλτες, ακόμα και δίχως τον πυρετό.
“Είσαι ο πατέρας μου”, είπε δυνατά, απλώνοντας το χέρι του για να αγγίξει τον Ταμ, “κι εγώ είμαι-” Ο πυρετός είχε δυναμώσει. Πολύ.
Σηκώθηκε με κόπο, με όψη βλοσυρή. Ο Ταμ μουρμούρισε κάτι, αλλά ο Ραντ αρνήθηκε να ακούσει άλλα. Έριξε το βάρος του στα αυτοσχέδια χάμουρά του και συγκεντρώθηκε στην προσπάθεια που χρειαζόταν για να κάνει το ένα ασήκωτο βήμα μετά το άλλο για να φτάσει στην ασφάλεια του Πεδίου του Έμοντ. Αλλά δεν μπορούσε να εμποδίσει την ηχώ, κάπου στο βάθος του μυαλού του. Είναι ο πατέρας μου. Όνειρο τον πυρετού. Είναι ο πατέρας μου. Όνειρο τον πυρετού. Φως μου, ποιος είμαι;
7
Έξω από το Δάσος
Το πρώτο γκρίζο φως φάνηκε, ενώ ο Ραντ προχωρούσε ακόμα βαριά μέσα στο δάσος. Στην αρχή δεν το είδε. Όταν, τελικά, το πρόσεξε, κοίταξε έκπληκτος το σκοτάδι που χανόταν. Ό,τι κι αν του έλεγαν τα μάτια του, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα, προσπαθώντας να διανύσει την απόσταση από το αγρόκτημα ως το Πεδίο του Έμοντ. Φυσικά, ο Δρόμος του Νταμαριού τη μέρα, παρά τις πέτρες και τις δυσκολίες του, ήταν εντελώς διαφορετικός από το δάσος τη νύχτα. Από την άλλη όμως, του φαινόταν πως είχαν περάσει μέρες, από τότε που είχε δει τον μαυροντυμένο καβαλάρη στο δρόμο, βδομάδες, από τότε που ο Ραντ και ο Ταμ είχαν μπει μέσα για να φάνε. Δεν ένιωθε πια τη λωρίδα που έσκαβε τους ώμους του, αλλά βέβαια δεν ένιωθε τίποτα στους ώμους του, εκτός από ένα μούδιασμα, όπως και στα πόδια του, Η αναπνοή του ήταν ένα κοπιαστικό λαχάνιασμα που, από πολλή ώρα, έκαιγε το λαιμό και τα πνευμόνια του και η πείνα έσφιγγε το στομάχι του και του προκαλούσε αναγούλα.