Выбрать главу

Στο νησί, ο αέρας τρεμούλιασε και πύκνωσε. Ο μαυροντυμένος άνδρας στάθηκε, ατενίζοντας το φλογισμένο βουνό που υψωνόταν στην πεδιάδα. Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από μια έκφραση οργής και περιφρόνησης. “Δεν θα γλιτώσεις έτσι εύκολα, Δράκοντα. Δεν τελειώσαμε εμείς οι δύο. Δεν θα τελειώσουμε πριν το τέλος του χρόνου”.

Έπειτα χάθηκε και το βουνό και το νησί στάθηκαν μόνα. Περιμένοντας.

Και η Σκιά έπεσε στη Γη και ο Κόσμος σείστηκε συθέμελα. Οι ωκεανοί αποτραβήχτηκαν και τα όρη καταβροχθίσθηκαν και τα έθνη σκόρπισαν στις οκτώ άκρες του Κόσμου. Το φεγγάρι ήταν σαν αίμα και ο ήλιος σαν στάχτες. Οι θάλασσες έβρασαν και οι ζωντανοί ζήλεψαν τους νεκρούς. Τα πάντα ρήμαξαν και τα πάντα χάθηκαν, εκτός από τις αναμνήσεις και μια ανάμνηση πάνω απ’ όλες, γι’ αυτόν που έφερε τη Σκιά και το Τσάκισμα του Κόσμου. Κι αυτόν τον ονόμασαν Δράκοντα.

(από το Άλεθ νιν Ταέριν άλτα Καμόρα,
Το Τσάκισμα τον Κόσμου
Συγγραφέας άγνωστος, Τέταρτη Εποχή)

Κι έτσι συνέβη τον καιρό εκείνο, όπως είχε συμβεί πριν και θα συνέβαινε και μετά, το Σκότος κειτόταν πυκνό πάνω στη γη και βάραινε τις καρδιές των ανθρώπων και τα φυτά δεν φύτρωναν και η ελπίδα πέθαινε. Και οι άνθρωποι ανέκραξαν προς τον Δημιουργό, λέγοντας, Ω Φως των Ουρανών, Φως του Κόσμου, ας γεννηθεί από το βουνό ο Επαγγελθείς, όπως λένε οι προφητείες, όπως τις εποχές ας περασμένες και τις εποχές τις μελλούμενες. Ας τραγουδήσει ο Πρίγκιπας του Πρωινού στη γη, για να θεριέψουν τα φυτά και να γεννηθούν αμνοί στις κοιλάδες. Το χέρι του Άρχοντα της Αυγής ας μας προστατέψει από το Σκότος και το μεγάλο σπαθί της δικαιοσύνης ας μας υπερασπιστεί. Ας ξανακαλπάσει ο Δράκοντας στους άνεμους του χρόνου.

(από το Σάραλ Ντριάνααν τε Καλάμον,
Ο Κύκλος τον Δράκοντα
Συγγραφέας άγνωστος, Τέταρτη Εποχή)

1

Ένας Άδειος Δρόμος

Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος· ακόμα και ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό, όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Μια Εποχή, που μερικοί την αποκαλούν Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έχει έρθει, μια Εποχή που έχει περάσει, ο άνεμος φύσηξε στα Ορη της Ομίχλης. Ο άνεμος δεν ήταν η αρχή. Το γύριομα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αλλά ήταν κάποια αρχή.

Έχοντας γεννηθεί κάτω από τις νεφοσκεπείς κορυφές, που έδιναν στα όρη το όνομά τους, ο άνεμος φύσηξε κατά την ανατολή, πάνω από τους Λόφους της Αμμου, που κάποτε ήταν η ακτή ενός μεγάλου ωκεανού, πριν το Τσάκισμα του Κόσμου. Κατέβηκε ορμητικός στους Δύο Ποταμούς, χώθηκε στο πυκνό δάσος που λεγόταν Δυτικό Δάσος και μαστίγωσε δύο άνδρες, που προχωρούσαν με ένα άλογο και ένα κάρο στο κακοτράχαλο μονοπάτι που λεγόταν ο Δρόμος του Λατομείου. Παρ’ όλο που, κανονικά, η άνοιξη έπρεπε να είχε φτάσει, τουλάχιστον πριν ένα μήνα, ο άνεμος έφερνε μαζί του μια ψύχρα, λες και θα προτιμούσε να κουβαλούσε χιόνι.

Οι σπιλιάδες έκαναν το μανδύα του Ραντ αλ’Θορ να κολλάει στη ράχη του, τύλιγαν με βία στα πόδια του το μάλλινο ύφασμα, που είχε το χρώμα του χώματος και ύστερα το τραβούσαν ν’ ανεμίζει πίσω του. Ο Ραντ ευχήθηκε να ήταν πιο βαρύ το παλτό του, ή να είχε φορέσει καμιά παραπανίσια πουκαμίσα. Όταν έκανε να κουκουλωθεί με το μανδύα, το ρούχο, συνήθως, σκάλωνε στη φαρέτρα του. Και επειδή πάσχιζε να τον κουμαντάρει με το ένα χέρι, ο κόποι, του πήγαινε χαμένος· στο άλλο χέρι είχε το τόξο του, μ’ ένα βέλος περασμένο κι έτοιμο να το εξαπολύσει.

Μια πιο δυνατή σπιλιάδα του πέταξε το μανδύα από το χέρι κι ο Ραντ έριξε μια ματιά στον πατέρα του, πάνω από τη ράχη της δασύτριχης καφετιάς φοράδας. Ένιωσε ανόητος, που ήθελε να σιγουρευτεί ότι ο Ταμ ήταν ακόμα εκεί, μα ήταν τέτοια αυτή η μέρα. Ο άνεμος αλυχτούσε όταν δυνάμωνε, αλλά πέρα απ’ αυτό, σ’ όλη την περιοχή, επικρατούσε σιωπή. Μέσα σε αυτήν την σιωπή, το απαλό τρίξιμο του άξονα αντηχούσε δυνατά. Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν στο δάσος και στα κλαριά δεν φλυαρούσαν σκίουροι. Όχι ότι περίμενε κάτι τέτοιο, βέβαια· ειδικά αυτή την άνοιξη.

Μόνο τα δέντρα που κρατούσαν τα φύλλα, ή τις βελόνες τους όλο το χειμώνα είχαν πράσινο χρώμα. Τα χαμόκλαδα των περσινών βατομουριών σκέπαζαν με καφετιούς ιστούς τις βραχώδεις προεξοχές κάτω από τα δέντρα. Από τα λιγοστά χόρτα, τα περισσότερα ήταν τσουκνίδες· υπήρχαν άλλα, με κολλιτσίδες ή αγκάθια, καθώς και βρομόχορτα, που άφηναν μια ταγκή μυρωδιά στην ανυποψίαστη μπότα που θα τα έλιωνε. Σκόρπια λευκά μπαλώματα χιονιού στόλιζαν ακόμα το έδαφος, εκεί που κάποιες πυκνές συστάδες δέντρων έριχναν βαθιά σκιά. Ο χλωμός ήλιος καθόταν πάνω από τα δέντρα, προς τα ανατολικά, αλλά το φως του ήταν ξερό και σκοτεινό, σαν να ’ταν ανάμικτο με σκιά. Ήταν ένα στενόχωρο πρωινό, καμωμένο για δυσάρεστες σκέψεις.