Ο Ταμ ήταν σιωπηλός αρκετή ώρα τώρα. Ο Ραντ δεν μπορούσε να πει πότε είχαν σταματήσει τα μουρμουρητά, αλλά δεν τολμούσε να κάνει στάση για να δει τον Ταμ. Αν σταματούσε, δεν θα μπορούσε να αναγκάσει τον εαυτό του να ξαναξεκινήσει. Στο κάτω-κάτω, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι έκανε ήδη, όποια κι αν ήταν η κατάσταση του Ταμ. Η μόνη ελπίδα ήταν μπροστά, στο χωριό. Προσπάθησε, κουρασμένος, να ταχύνει το βήμα, αλλά τα αναίσθητα πόδια του συνέχισαν να βαδίζουν αργά. Μόλις που πρόσεχε το κρύο, ή τον άνεμο.
Του ήρθε μια αμυδρή οσμή καπνού, Τουλάχιστον κόντευε να φτάσει, αφού μπορούσε να μυρίσω τις καμινάδες του χωριού. Το κουρασμένο χαμόγελό του όμως χάθηκε, πριν προλάβει να εμφανιστεί και τη θέση του πήρε μια συνοφρυωμένη έκφραση. Ο καπνός ήταν πυκνός στον αέρα — πολύ πυκνός. Με τέτοιο καιρό ίσως να ήταν αναμμένα όλα τα τζάκια του χωριού, αλλά ο καπνός και πάλι ήταν πολύ βαρύς. Με το νου του ξανάδε τους Τρόλοκ στο δρόμο. Τους Τρόλοκ, που έρχονταν από τα ανατολικά, από την κατεύθυνση του Πεδίου του Έμοντ. Κοίταξε μπροστά του, προσπαθώντας να διακρίνει τα πρώτα σπίτια, έτοιμος να ζητήσει βοήθεια με το που θα έβλεπε κάποιον, ακόμα και τον Τσεν Μπούι, ή κάποιον Κόπλιν. Μια φωνούλα στο βάθος του μυαλού του, του είπε να ελπίζει ότι ίσως υπήρχε ακόμα κάποιος που να μπορεί να τον βοηθήσει.
Ένα σπίτι φάνηκε, ξαφνικά, ανάμεσα από τα τελευταία δέντρα με τα γυμνά κλαδιά και με μεγάλη δυσκολία συνέχισε το περπάτημα. Η ελπίδα έγινε άκρατη απελπισία, καθώς έμπαινε παραπατώντας, στο χωριό.
Τα μισά σπίτια του Πεδίου του Έμοντ ήταν κάρβουνα κι αποκαΐδια. Καπνισμένες καμινάδες ξεπρόβαλλαν, σαν βρώμικα δάχτυλα, από τους σωρούς των μαυριομένων δοκαριών. Αραιές τούφες καπνού υψώνονταν ακόμα από τα ερείπια. Χωρικοί με βλοσυρή έκφραση, μερικοί φορώντας ακόμα τις νυχτικιές τους, τριγυρνούσαν στις στάχτες· εδώ ανέσυραν ένα κατσαρολάκι, εκεί απλώς σκάλιζαν, με σβησμένες ελπίδες, τα συντρίμμια μ’ ένα ξύλο. Τα λιγοστά υπάρχοντα τους, που είχαν σωθεί από τις φλόγες, ήταν μαζεμένα στους δρόμους· ψηλοί καθρέφτες και γυαλισμένες σερβάντες και ντουλάπες στέκονταν στη σκόνη ανάμεσα σε καρέκλες και τραπέζια, θαμμένα κάτω από στρωσίδια, κουζινικά και μικροί σωροί ρούχων και προσωπικών αντικειμένων.
Η καταστροφή έμοιαζε να έχει χτυπήσει τυχαία διάφορα σπίτια, σκορπισμένα στο χωριό. Πέντε σπίτια ορθώνονταν άθικτα σε μια σειρά, ενώ αλλού, ένα μοναχικό σπίτι που είχε επιζήσει, έστεκε περικυκλωμένο από τον όλεθρο.
Στην άλλη πλευρά του Νερού της Οινοπηγής, οι τρεις πελώριες φωτιές του Μπελ Τάιν μούγκριζαν, υπό τη φροντίδα μιας ομάδας ανθρώπων. Πυκνές στήλες μαύρου καπνού έγερναν προς τα βόρεια με τον άνεμο, στιγματισμένες από τυχαίες σπίθες. Ένα από τα άτια, ράτσας Ντούραν, του αφέντη αλ’Βερ, έσερνε κάτι που ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει, πηγαίνοντάς το προς τη Γέφυρα των Κάρων και τις φλόγες.
Πριν βγει, καλά-καλά, από τα δέντρα, έτρεξε κοντά του ο Χάραλ Λούχαν, με το πρόσωπο λερωμένο από την καπνίλα, κρατώντας τσεκούρι ξυλοκόπου στο χοντρό χέρι του. Η γεμάτη στάχτες πουκαμίσα του γεροδεμένου σιδερά έφτανε ως τις μπότες του και από ένα σχίσιμο φαινόταν η κόκκινη λωρίδα ενός εγκαύματος στο στήθος του. Έπεσε στο γόνατο, πλάι στο φορείο. Τα μάτια του Ταμ ήταν κλεισμένα και η ανάσα του ήταν αδύναμη και τραχιά.
“Τρόλοκ, αγόρι μου;” ρώτησε ο αφέντης Λούχαν, με φωνή βραχνή από τον καπνό. “Τα ίδια κι εδώ. Τα ίδια κι εδώ. Μπορεί να ήμασταν πιο τυχεροί απ’ όσο μας άξιζε, αν μπορείς να το πιστέψεις. Χρειάζεται τη Σοφία. Πού στο Φως είναι αυτή; Εγκουέν;”
Η Εγκουέν, που έτρεχε με μια αγκαλιά επιδέσμους φτιαγμένους από σχισμένα σεντόνια, κοίταξε προς το μέρος τους χωρίς να σταθεί. Τα μάτια της είδαν κάτι σε απόσταση· σκοτεινοί κύκλοι από κάτω τα έκαναν να μοιάζουν πιο μεγάλα απ’ όσο πραγματικά ήταν. Έπειτα είδε τον Ραντ και σταμάτησε, ανασαίνοντας με ρίγος. “Ω, όχι, Ραντ, ο πατέρας σου; Είναι...; Έλα, θα σε πάω στη Νυνάβε”.
Ο Ραντ ήταν κατάκοπος, αποσβολωμένος, και δεν μίλησε. Όλη τη νύχτα το Πεδίο του Έμοντ ήταν ένας παράδεισος, όπου αυτός κι ο Ταμ θα ήταν ασφαλείς. Τώρα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να βλέπει με απόγνωση το λεκιασμένο από τον καπνό φόρεμά της. Πρόσεξε παράξενες λεπτομέρειες, λες και είχαν μεγάλη σημασία. Τα κουμπιά στην πλάτη του φορέματός της ήταν κουμπωμένα στραβά. Και τα χέρια της ήταν καθαρά. Αναρωτήθηκε, γιατί τα χέρια της ήταν καθαρά, τη στιγμή που η καπνιά είχε λεκιάσει τα μάγουλά της.