Выбрать главу

Ο αφέντης Λούχαν φάνηκε να καταλαβαίνει τι αισθανόταν. Ακούμπησε το τσεκούρι του στους ρυμούς, σήκωσε το πίσω μέρος του φορείου και το έσπρωξε ελαφρά, παρακινώντας τον να ακολουθήσει την Εγκουέν, Ο Ραντ την ακολούθησε, με αβέβαια βήματα, σαν να περπατούσε στον ύπνο του. Αναρωτήθηκε, για λίγο, από πού ήξερε ο αφέντης Λούχαν ότι τα πλάσματα ήταν Τρόλοκ, αλλά η σκέψη δεν κράτησε πολύ. Αν ο Ταμ μπορούσε να τους αναγνωρίσει, δεν υπήρχε λόγος να μην το μπορεί και ο Χάραλ Λούχαν.

“Όλες οι ιστορίες είναι αληθινές”, μουρμούρισε.

“Έτσι φαίνεται, παλικάρι μου”, είπε ο σιδεράς. “Έτσι φαίνεται”.

Ο Ραντ μόλις που τον άκουσε. Προσπαθούσε να ακολουθήσει τη λυγερή μορφή της Εγκουέν. Είχε συνέρθει κάπως και έλπιζε να έκανε η Εγκουέν λίγο πιο γρήγορα, ενώ, στην πραγματικότητα, ήταν εκείνη που συγκρατούσε το βήμα της για να την προλαβαίνουν οι δύο άντρες με το βάρος που σήκωναν. Τους οδήγησε περίπου στη μέση του Πράσινου, στο σπίτι των Κάλντερ. Οι άκρες της καλαμοσκεπής του ήταν καψαλισμένες και η καπνιά λέρωνε τους ασβεστωμένους τοίχους. Από τα σπίτια που, άλλοτε, έστεκαν δεξιά κι αριστερά του τώρα είχαν μείνει μόνο τα θεμέλια και δύο σωροί από στάχτες και καμένα ξύλα. Ο ένας σωρός ήταν το σπίτι του Μπέριν Θέην, ενός από τα αδέρφια του μυλωνά. Το άλλο ήταν του Άμπελ Κώθον. Του πατέρα του Ματ. Ακόμα και οι καμινάδες είχαν γκρεμιστεί.

“Περιμένετε εδώ”, είπε η Εγκουέν και τους κοίταξε με ύφος, σαν να περίμενε απάντηση. Εκείνοι απλώς στάθηκαν αμίλητοι κι αυτή μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της και έτρεξε μέσα.

“Ο Ματ”, είπε ο Ραντ. “Είναι...;”

“Είναι ζωντανός”, είπε ο σιδεράς. Ακούμπησε κάτω την άκρη του φορείου και ίσιωσε το σώμα του αργά. “Τον είδα πριν από λίγο. Είναι θαύμα που ζούμε. Έτσι όπως όρμησαν στο σπίτι και στο σιδεράδικό μου, θα ’λέγε κανείς πως φύλαγα χρυσάφι και πετράδια. Η Άλσμπετ πήρε ένα τηγάνι κι έσπασε το κρανίο ενός. Είδε τις στάχτες του σπιτιού μας σήμερα το πρωί και πήγε να τους κυνηγήσει στο χωριό με το πιο μεγάλο σφυρί που βρήκε στα απομεινάρια του σιδεράδικου, μπας και είχε μείνει κανείς τους εδώ, αντί να το σκάσει. Μου ’ρχεται να τον λυπηθώ, σχεδόν, έτσι και βρει κανέναν”. Έδειξε το σπίτι των Κάλντερ. “Η κυρά Κάλντερ και μερικοί άλλοι πήραν όσους ήταν πληγωμένοι και είχαν χάσει το σπίτι τους. Όταν η Σοφία φροντίσει τον Ταμ, θα του βρούμε ένα κρεβάτι. Μπορεί στο πανδοχείο. Ο δήμαρχος το προσέφερε, αλλά η Νυνάβε είπε ότι οι πληγωμένοι θα θεραπευτούν πιο γρήγορα, αν δεν είναι μαζεμένοι πολλοί μαζί”.

Ο Ραντ έπεσε στα γόνατα. Έβγαλε αργά τα γκέμια και έστρωσε με κόπο τις κουβέρτες του Ταμ. Ο Ταμ ούτε κουνήθηκε, ούτε έβγαλε άχνα, ακόμα κι όταν τον σκούντησαν τα μουδιασμένα χέρια του Ραντ. Τουλάχιστον όμως ανάσαινε ακόμα. Ο πατέρας μου. Τα άλλα ήταν λόγια τον πυρετού. “Αν ξαναγυρίσουν;” είπε βαριά.

“Ο Τροχός υφαίνει, όπως ο Τροχός το θέλει”, είπε κάπως ανήσυχα ο αφέντης Λούχαν. “Αν ξαναγυρίσουν... Ε, τώρα έφυγαν πάντως. Θα μαζέψουμε τα σπασμένα και θα φτιάξουμε τα γκρεμισμένα”. Αναστέναξε και το πρόσωπό του χαλάρωσε, καθώς χτυπούσε την πλάτη του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του. Ο Ραντ κατάλαβε τότε ότι κι ο γεροδεμένος άντρας ήταν κουρασμένος όσο κι ο ίδιος, αν όχι περισσότερο. Ο σιδεράς κοίταξε το χωριό κουνώντας το κεφάλι. “Δεν φαντάζομαι να είναι πολύ γιορτινό το Μπελ Τάιν φέτος. Αλλά θα τα βγάλουμε πέρα. Από παλιά, τα βγάζουμε πέρα”. Πήρε το τσεκούρι του και το πρόσωπό του σκλήρυνε. “Έχω δουλειά. Μην στενοχωριέσαι, παλικάρι μου. Η Σοφία θα φροντίσει τον Ταμ και το Φως θα μας φροντίσει όλους. Κι αν όχι το Φως, τότε μόνοι μας. Μην ξεχνάς, είμαστε Διποταμίτες”.

Ο Ραντ, που στεκόταν ακόμα στα γόνατα, κοίταξε το χωριό, καθώς ο σιδεράς απομακρυνόταν, για πρώτη φορά το κοίταξε πραγματικά. Σκέφτηκε πως ο αφέντης Λούχαν είχε δίκιο και ξαφνιάστηκε, επειδή δεν τον ξάφνιαζε αυτό που έβλεπε. Οι άνθρωποι ακόμα έσκαβαν στα ερείπια, αλλά, παρά το λίγο διάστημα που είχε περάσει από τον ερχομό του στο χωριό, οι κινήσεις τους του φαίνονταν ήδη λιγότερο τυχαίες, πιο συγκεκριμένες. Ένιωθε, σχεδόν, την αποφασιστικότητα τους, που δυνάμωνε. Αλλά, αναρωτήθηκε κάτι. Είχαν δει Τρόλοκ· είχαν, άραγε, δει τον μαυροντυμένο καβαλάρη; Είχαν νιώσει το μίσος του;

Η Νυνάβε και η Εγκουέν βγήκαν από το σπίτι των Κάλντερ και ο Ραντ πετάχτηκε όρθιος. Ή, αντίθετα, προσπάθησε να πεταχτεί όρθιος· αλλά ήταν ένα αδέξιο βήμα, που παραλίγο θα τον έριχνε κατάμουτρα στο χώμα.