Выбрать главу

Η Σοφία γονάτισε πλάι στο φορείο, δίχως να ρίξει στον ίδιο ούτε ματιά. Το πρόσωπο και το φόρεμά της ήταν σε ακόμα χειρότερη κατάσταση από της Εγκουέν και υπήρχαν οι ίδιοι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της, παρ’ όλο που και τα δικά της χέρια ήταν καθαρά. Ψηλάφισε το πρόσωπο του Ταμ και άνοιξε τα μάτια του με τους αντίχειρές της. Σμίγοντας τα φρύδια της, κατέβασε τις κουβέρτες και χαλάρωσε τον επίδεσμο για να κοιτάξει την πληγή. Πριν μπορέσει να δει ο Ραντ τι υπήρχε από κάτω, ξανάβαλε το κουβαριασμένο ύφασμα στη θέση του. Αναστέναξε, ανέβασε την κουβέρτα και το μανδύα ως το λαιμό του Ταμ με απαλές κινήσεις, σαν να σκέπαζε παιδί στο κρεβατάκι του.

“Δεν γίνεται τίποτα”, του είπε. Στηρίχθηκε στα γόνατά της για να σηκωθεί. “Λυπάμαι, Ραντ”.

Ο Ραντ, για μια στιγμή, στάθηκε χωρίς να καταλαβαίνει, ενώ εκείνη προχωρούσε πάλι προς το σπίτι και μετά όρμηξε ξοπίσω της και την τράβηξε στο πλάι, γυρίζοντάς την προς το μέρος του. “Πεθαίνει”, της φώναξε.

“Το ξέρω”, του είπε απλά, και οι ώμοι του καμπούριασαν με τη βεβαιότητά της.

“Πρέπει να κάνεις κάτι. Πρέπει. Είσαι η Σοφία”.

Οδύνη σκίασε το πρόσωπό της για μια στιγμή και μετά τον αντιμετώπισε πάλι, με μάτια βουλιαγμένα και ύφος αποφασισμένο, με τη φωνή της ασυγκίνητη και σταθερή. “Ναι, είμαι η Σοφία. Ξέρω τι μπορώ να κάνω με τα φάρμακά μου και ξέρω πότε είναι αργά. Λες να μην έκανα κάτι, αν μπορούσα; Αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ, Ραντ. Και υπάρχουν άλλοι, που με χρειάζονται. Ανθρωποι τους οποίους μπορώ να βοηθήσω”.

“Σου τον έφερα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα”, μουρμούρισε εκείνος. Έστω κι αν το χωριό ήταν μισογκρεμισμένο, είχε την ελπίδα της Σοφίας. Τώρα, που την είχε χάσει, ένιωθε άδειος.

“Το ξέρω”, του είπε γλυκά. Αγγιξε το μάγουλό του με το χέρι της. “Δεν είναι δικό σου σφάλμα. Έκανες ό,τι γινόταν. Λυπάμαι, Ραντ, αλλά έχω να φροντίσω άλλους. Φοβάμαι πως οι φασαρίες μας μόλις άρχισαν”.

Την κοίταξε με κενό βλέμμα, ώσπου η πόρτα του σπιτιού έκλεισε πίσω της. Δεν μπορούσε να σχηματίσει στο μυαλό του άλλη σκέψη, παρά μόνο ότι η Σοφία δεν ήθελε να βοηθήσει.

Ξαφνικά, ένα χτύπημα τον ανάγκασε να κάνει ένα βήμα πίσω, καθώς η Εγκουέν έπεφτε πάνω του, αγκαλιάζοντάς τον. Τον έσφιγγε με τόση δύναμη, που κάποια άλλη φορά ο Ραντ θα βογκούσε· τώρα, απλώς κοίταζε σιωπηλά την πόρτα, που πίσω της είχαν χαθεί οι ελπίδες του.

“Λυπάμαι πολύ, Ραντ”, είπε γέρνοντας στο στέρνο του. “Μα το Φως, μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι”.

Την αγκάλιασε μουδιασμένα. “Το ξέρω. Πρέπει... πρέπει να κάνω κάτι, Εγκουέν. Δεν ξέρω τι, αλλά δεν μπορώ να τον αφήσω να...” Η φωνή του έσπασε κι εκείνη τον έσφιξε πιο δυνατά.

“Εγκουέν!” Η Εγκουέν τινάχτηκε, όταν άκουσε τη φωνή της Νυνάβε από το σπίτι. “Εγκουέν, σε χρειάζομαι! Και πλύνε πάλι τα χέρια σου!”

Βγήκε από την αγκαλιά του Ραντ. “Χρειάζεται τη βοήθειά μου, Ραντ”.

“Εγκουέν!”

Του φάνηκε πως άκουσε ένα λυγμό, καθώς η Εγκουέν απομακρυνόταν. Έπειτα χάθηκε κι ο Ραντ έμεινε μόνος του, δίπλα στο φορείο. Για μια στιγμή χαμήλωσε το βλέμμα στον Ταμ, χωρίς να νιώθει τίποτα άλλο, παρά μόνο μια κούφια ανημποριά. Ξαφνικά το πρόσωπό του σκλήρυνε. “Ο δήμαρχος θα ξέρει τι να κάνει”, είπε, και σήκωσε άλλη μια φορά τους ρυμούς. “Ο δήμαρχος θα ξέρει”. Ο Μπραν αλ’Βερ πάντα ήξερε τι να κάνει. Κουρασμένα, πεισματικά, πήρε δρόμο για το Πανδοχείο της Οινοπηγής.

Τον προσπέρασε άλλο ένα άτι Ντούραν, με λουριά από την ιπποσκευή, που δένονταν στους αστράγαλους μιας μεγάλης μορφής, η οποία ήταν τυλιγμένη με μια βρώμικη κουβέρτα. Πίσω από την κουβέρτα σέρνονταν χέρια σκεπασμένα με πυκνές τρίχες και μια γωνιά της ήταν ανεβασμένη και φανέρωνε ένα τραγίσιο κέρατο. Οι Δύο Ποταμοί δεν ήταν μέρος για να βγαίνουν οι ιστορίες αληθινές με τόσο φρικτό τρόπο. Αν οι Τρόλοκ ανήκαν κάπου, ανήκαν στον έξω κόσμο, σε μέρη που είχαν Άες Σεντάι και ψεύτικους Δράκοντες και μόνο το Φως ήξερε τι άλλο, απ’ όσα ζωντάνευαν στις ιστορίες των τραγουδιστών. Όχι στους Δύο Ποταμούς. Όχι στο Πεδίο του Έμοντ.

Καθώς ο Ραντ προχωρούσε στο Πράσινο, οι άνθρωποι του φώναζαν, μερικοί από τα ερείπια των σπιτιών τους, ρωτώντας τον αν ήθελε βοήθεια. Τους άκουγε μόνο σαν μουρμουρητά στο βάθος, ακόμα κι όταν περπατούσαν πλάι του για λίγο, μιλώντας του. Δίχως πραγματική σκέψη, κατάφερε να προφέρει λέξεις, που έλεγαν ότι δεν χρειαζόταν βοήθεια, ότι τα είχε κανονίσει όλα. Όταν τον άφηναν, με ανήσυχες ματιές, μερικές φορές λέγοντας πως θα του έστελναν τη Νυνάβε, δεν το πρόσεχε ούτε αυτό. Το μόνο που επέτρεπε στον εαυτό του να αντιλαμβάνεται ήταν ο στόχος που είχε βάλει με το νου του. Ο Μπραν αλ’Βερ μπορούσε να βοηθήσει τον Ταμ. Με ποιον τρόπο θα το έκανε αυτό, δεν το πολυσκεφτόταν. Αλλά ο δήμαρχος θα μπορούσε να κάνει κάτι, να σκεφτεί κάτι.