Выбрать главу

Το πανδοχείο είχε γλιτώσει, σχεδόν ολόκληρο, από την καταστροφή, που είχε πάρει το μισό χωριό. Μερικά καψίματα λέρωναν τους τοίχους του, αλλά τα κόκκινα κεραμίδια άστραφταν στο φως του ήλιου, λαμπερά όσο ποτέ. Το μόνο που είχε μείνει από την άμαξα του πραματευτή, όμως, ήταν τα μαυρισμένα σιδερένια στεφάνια των τροχών, που έγερναν πάνω στο καρβουνιασμένο κουτί της άμαξας, που τώρα ήταν πεσμένο στο χώμα. Τα μεγάλα καμπυλωτά στηρίγματα, που κρατούσαν το μουσαμά της σκεπής, έγερναν τρελά, σε άλλη γωνία το καθένα.

Ο Θομ Μέριλιν καθόταν σταυροπόδι στις πέτρες του παλιού θεμέλιου, κόβοντας προσεκτικά μ’ ένα ψαλιδάκι τα καψαλισμένα σημεία από τα μπαλώματα του μανδύα του. Ακούμπησε κάτω το μανδύα και το ψαλιδάκι, όταν πλησίασε ο Ραντ. Δίχως να τον ρωτήσει αν χρειαζόταν, ή αν ήθελε βοήθεια, πήδηξε στο έδαφος και σήκωσε το πίσω μέρος του φορείου.

“Μέσα; Φυσικά, φυσικά. Μην στενοχωριέσαι, αγόρι μου. Η Σοφία σας θα τον κάνει περδίκι. Την είδα να δουλεύει χθες το βράδυ κι έχει καλό χέρι και μαστοριά. Υπάρχουν και χειρότερα. Κάποιοι πέθαναν χθες βράδυ. Όχι πολλοί ίσως, αλλά κι ένας να είχε πεθάνει θα ήταν κρίμα. Ο γερο-Φάιν είναι άφαντος κι αυτό είναι το χειρότερο.

Οι Τρόλοκ τρώνε τα πάντα. Να ευχαριστήσεις το Φως που ο πατέρας σου είναι ακόμα εδώ, ζωντανός, για να τον γιατρέψει η Σοφία”.

Ο Ραντ έσβηνε τις λέξεις -Είναι στ’ αλήθεια ο πατέρας μου!- και η φωνή γινόταν ένας ήχος δίχως νόημα, που δεν θα τον πρόσεχε περισσότερο από βούισμα μύγας. Δεν άντεχε άλλη συμπόνια, άλλες προσπάθειες να του φτιάξουν τη διάθεση, τουλάχιστον όχι τώρα, πριν του πει ο Μπραν αλ’Βερ πώς να βοηθήσει τον Ταμ.

Ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά σε κάτι πρόχειρα ζωγραφισμένο στην πόρτα του πανδοχείου, μια καμπύλη, σκαλισμένη με ένα μισοκαμένο ξύλο, ένα καρβουνιασμένο δάκρυ που ισορροπούσε στη μυτερή άκρη του. Τόσα που είχαν συμβεί, δεν ένιωσε μεγάλη έκπληξη, που έβρισκε το Δόντι του Δράκοντα χαραγμένο στην πόρτα του Πανδοχείου της Οινοπηγής. Δεν μπορούσε να φανταστεί γιατί, άραγε, κάποιος ήθελε να φέρει κακοτυχία στο πανδοχείο, ή να κατηγορήσει τον πανδοχέα και την οικογένειά του ότι ήταν από την πλευρά του κακού. Όμως η νύχτα τον είχε πείσει για ένα πράγμα. Τα πάντα ήταν πιθανά. Τα πάντα.

Ο Βάρδος τον σκούντηξε και ο Ραντ σήκωσε το σύρτη και μπήκε μέσα.

Η κοινή αίθουσα ήταν άδεια, με εξαίρεση τον Μπραν αλ’Βερ και παγωμένη επίσης, γιατί κανείς δεν είχε προλάβει να ανάψει φωτιά. Ο δήμαρχος καθόταν σε ένα τραπέζι και βουτούσε την πένα του σε ένα μελανοδοχείο, σμίγοντας τα φρύδια στοχαστικά, με το ωχρό πρόσωπό του σκυμμένο πάνω σε ένα φύλλο περγαμηνής. Η νυχτικιά του ήταν βιαστικά χωμένη στο παντελόνι του και φούσκωνε στη διόλου αμελητέα κοιλιά του. Έξυνε αφηρημένα το ένα γυμνό του πόδι με τα δάχτυλα του άλλου. Τα πόδια του ήταν βρώμικα, σαν να είχε βγει αρκετές φορές έξω δίχως μπότες, σε πείσμα της παγωνιάς. “Εσύ τι έπαθες τώρα;” απαίτησε να μάθει, δίχως να σηκώσει το βλέμμα. “Μίλα γρήγορα. Έχω ένα κάρο δουλειές να κάνω, πνίγομαι, δεν αδειάζω. Ούτε έχω υπομονή. Λοιπόν; Άντε πες το!”

“Αφέντη αλ’Βερ;” είπε ο Ραντ. “Ο πατέρας μου”.

Το κεφάλι του δημάρχου τινάχτηκε. “Ραντ; Ο Ταμ!” Πέταξε την πένα και έριξε κάτω την καρέκλα του, καθώς πηδούσε όρθιος. “Ίσως το Φως να μην μας εγκατέλειψε τελείως. Φοβόμουν πως ήσασταν και οι δύο πεθαμένοι. Η Μπέλα ήρθε στο χωριό μια ώρα μετά απ’ όταν έφυγαν οι Τρόλοκ ιδρωμένη και λαχανιασμένη, σαν να είχε έρθει καλπάζοντας από το αγρόκτημα και σκέφτηκα... Δεν έχουμε ώρα για τέτοια τώρα. Θα τον ανεβάσουμε πάνω”. Αρπαξε το πίσω μέρος του φορείου, παραμερίζοντας τον Βάρδο με τον ώμο του. “Πήγαινε φέρε τη Σοφία, αφέντη Μέριλιν. Και πες ότι είπα να βιαστεί, αλλιώς θα ’χει να κάνει μαζί μου. Ξεκουράσου, Ταμ. Σε λίγο θα ξαπλώσεις σε ένα ωραίο, μαλακό κρεβάτι. Πήγαινε, Βάρδε, πήγαινε!”

Ο Θομ Μέριλιν βγήκε από την πόρτα, πριν ο Ραντ προλάβει να ανοίξει το στόμα του. “Η Νυνάβε δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Είπε ότι δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ήξερα... ήλπιζα ότι κάτι θα σκεφτόσουν”.

Ο αφέντης αλ’Βερ κοίταξε τον Ταμ προσεκτικά, και κούνησε το κεφάλι. “Θα δούμε, αγόρι μου. Θα δούμε”. Αλλά η φωνή του δεν είχε πια πεποίθηση. “Ας τον βάλουμε να ξαπλώσει. Τουλάχιστον να ξεκουραστεί”.

Ο Ραντ ακολούθησε υπάκουα τον δήμαρχο στη σκάλα, που ήταν στο πίσω μέρος της κοινής αίθουσας. Προσπάθησε να διατηρήσει τη βεβαιότητα του πως, με κάποιον τρόπο, όλα θα πήγαιναν καλά για τον Ταμ, αλλά συνειδητοποίησε ότι εξαρχής οι ελπίδες ήταν μικρές και η ξαφνική αμφιβολία στη φωνή του δημάρχου τον είχε κλονίσει.