Στον πρώτο όροφο του πανδοχείου, στην πρόσοψη, υπήρχαν πεντ’ έξι ζεστά, περιποιημένα δωμάτια, με παράθυρα που είχαν θέα στο Πράσινο. Τα χρησιμοποιούσαν κυρίως οι πραματευτές και ο κόσμος που έρχονταν από το Λόφο της Σκοπιάς, ή το Ντέβεν Ράιντ, αλλά οι έμποροι, που κατέφθαναν κάθε χρόνο, πολλές φορές ξαφνιάζονταν βρίσκοντας τόσο βολικά δωμάτια. Τώρα ήταν πιασμένα τα τρία και ο δήμαρχος οδήγησε βιαστικά τον Ραντ σε ένα από τα άδεια.
Παραμέρισε γοργά τις κουβέρτες και το διακοσμητικό μαξιλαράκι από το φαρδύ κρεβάτι και έβαλε τον Ταμ στο παχύ πουπουλένιο στρώμα, με μαξιλάρια από πούπουλα χήνας κάτω από το κεφάλι του. Ο Ταμ δεν έβγαλε άλλο ήχο, πέρα από μια τραχιά ανάσα, καθώς τον μετακινούσαν, ούτε καν ένα βογκητό, αλλά ο δήμαρχος δεν έδωσε σημασία στην ανησυχία του Ραντ και του είπε να ανάψει φωτιά για να σπάσει η παγωνιά του δωματίου. Ο Ραντ έβγαλε ξύλα και προσάναμμα από το κουτί που ήταν δίπλα στο τζάκι, και ο Μπραν τράβηξε τις κουρτίνες για να μπει το φως της μέρας και άρχισε να πλένει απαλά το πρόσωπο του Ταμ. Όταν επέστρεψε ο Βάρδος η δυνατή φωτιά ζέσταινε το δωμάτιο.
“Δεν έρχεται”, ανακοίνωσε ο Θομ Μέριλιν όπως έμπαινε. Αγριοκοίταξε τον Ραντ και τα πυκνά λευκά φρύδια του χαμήλωσαν με ένταση. “Δεν μου είπες ότι τον είχε δει. Μου έβαλε τις φωνές”.
“Σκεφτόμουν... δεν ξέρω... ίσως ο δήμαρχος μπορούσε να κάνει κάτι, να την ανάγκαζε να δει ότι...” Ο Ραντ, με τα χέρια σφιγμένα γροθιές, στράφηκε από το τζάκι προς τον Μπραν. “Αφέντη αλ’Βερ, τι να κάνω;” Ο ευτραφής άνδρας κούνησε το κεφάλι ανήμπορα. Άπλωσε ένα βρεγμένο πανί στο κούτελο του Ταμ και απέφυγε το βλέμμα του Ραντ. “Δεν μπορώ να κάθομαι και να τον βλέπω να πεθαίνει, αφέντη αλ’Βερ. Πρέπει να κάνω κάτι”. Ο Βάρδος έκανε μια μικρή κίνηση με τα πόδια, σαν να ήθελε να μιλήσει. Ο Ραντ στράφηκε προς το μέρος του με προσμονή. “Έχεις καμιά ιδέα; Θα δοκιμάσω τα πάντα”.
“Απλώς αναρωτιόμουν”, είπε ο Θομ, χτυπώντας τη μακριά πίπα του με τον αντίχειρα, “αν ο δήμαρχος ξέρει ποιος ζωγράφισε το Δόντι του Δράκοντα στην πόρτα του”. Έριξε μια ματιά στο κοίλωμα, όπου έμπαινε ο καπνός, έπειτα κοίταξε τον Ταμ και ξανάσφιξε στα δόντια του τη σβησμένη πίπα αναστενάζοντας. “Φαίνεται πως κάποιος δεν τον συμπαθεί πια. Ή μπορεί να μη συμπαθούν τους καλεσμένους του”.
Ο Ραντ του έριξε ένα βλέμμα αηδίας και ξανακοίταξε τη φωτιά. Οι σκέψεις του χόρευαν σαν τις φλόγες και σαν τις φλόγες εστιάζονταν σε ένα σημείο. Δεν θα τα παρατούσε. Δεν θα καθόταν να βλέπει τον Ταμ να πεθαίνει. Ο πατέρας μου, σκέφτηκε με λύσσα. Ο πατέρας μου. Όταν υποχωρούσε ο πυρετός θα το ξεκαθάριζε κι αυτό. Αλλά πρώτα τον πυρετό. Μα πώς;
Ο Μπραν αλ’Βερ έσφιξε τα χείλη, καθώς κοίταζε την πλάτη του Ραντ και η άγρια ματιά που έριξε στον Βάρδο θα έκανε και μια αρκούδα να αλλάξει γνώμη, αλλά ο Θομ απλώς στάθηκε περιμένοντας, σαν να μην την είχε προσέξει.
“Μάλλον είναι δουλειά κάποιου από τους Κόνγκαρ, ή τους Κόπλιν”, είπε τελικά ο δήμαρχος, “αν και μόνο το Φως ξέρει ποιανού. Είναι μεγάλη φάρα και δεν το έχουν σε τίποτα να κακολογήσουν κάποιον, αν έχει κάνει κάτι, ή ακόμα κι αν δεν έχει κάνει τίποτα. Σε σύγκριση μαζί τους, μέλι τρέχει από το στόμα του Τσεν Μπούι”.
“Το κάρο που ήρθε λίγο πριν χαράξει;” ρώτησε ο Βάρδος. “Δεν είχαν πάρει μυρωδιά τους Τρόλοκ και ήθελαν μόνο να μάθουν πότε θα άρχιζε η Γιορτή, σαν να μην έβλεπαν το μισό χωριό να είναι στάχτες και κούτσουρα”.
Ο αφέντης αλ’Βερ ένευσε βλοσυρά. “Ένα παρακλάδι της οικογένειας. Όμως όλοι είναι σχεδόν ίδιοι. Εκείνος ο βλάκας, ο Νταρλ Κόπλιν, τη μισή νύχτα απαιτούσε να διώξω την κυρά Μουαραίν και τον αφέντη Λαν από το πανδοχείο, από το χωριό, λες και θα είχε απομείνει τίποτα από το χωριό, αν δεν ήταν αυτοί”.
Ο Ραντ δεν πολυπρόσεχε τη συζήτηση, αλλά αυτό τον παρότρυνε να μιλήσει. “Τι έκαναν;”
“Να, έφερε σφαιρικές αστραπές από τον ξάστερο ουρανό, μέσα στη νύχτα”, αποκρίθηκε ο αφέντης αλ’Βερ. “Τις έστειλε κατευθείαν πάνω στους Τρόλοκ. Είδες τα δέντρα που τσακίστηκαν έτσι. Οι Τρόλοκ τα ίδια έπαθαν”.
“Η Μουαραίν;” ρώτησε ο Ραντ δύσπιστα και ο δήμαρχος ένευσε.
“Η κυρά Μουαραίν. Και ο αφέντης Λαν ήταν σίφουνας με το σπαθί του. Τι το σπαθί του, ο άνθρωπος από μόνος του είναι όπλο κι έμοιαζε να είναι την ίδια στιγμή παντού. Κάψε με, μα δεν θα το πίστευα, αν δεν έβγαινα έξω να δω...” Έτριψε τη φαλάκρα του. “Νύχτα του Χειμώνα, μόλις είχαν αρχίσει οι επισκέψεις, τα χέρια μας φορτωμένα δώρα και μελόπιτες και τα κεφάλια μας γεμάτα κρασί, μετά άρχισαν να γρυλίζουν τα σκυλιά και έτσι, ξαφνικά, οι δύο τους βγήκαν σαν τρελοί από το πανδοχείο, άρχισαν να τρέχουν σ’ όλο το χωριό, φώναζαν κάτι για Τρόλοκ. Εγώ σκέφτηκα ότι τα είχαν κοπανήσει. Μα... Τρόλοκ; Ύστερα, πριν καταλάβει κανένας τι γινόταν, αυτά... αυτά τα πλάσματα ήταν στους δρόμους, μαζί μας, έκοβαν ανθρώπους με τα σπαθιά τους, πυρπολούσαν σπίτια, αλυχτούσαν και σου πάγωναν το αίμα”. Έβγαλε ένα ήχο αηδίας από το λαρύγγι του. “Τρέχαμε, σαν κοτόπουλα σε κοτέτσι που μπήκε αλεπού, αλλά μετά ο αφέντης Λαν μας έδωσε λίγο κουράγιο”.