“Μην είσαι τόσο σκληρός”, είπε ο Θομ. “Αναλόγως την κατάσταση τα πήγες μια χαρά. Δεν σκότωσαν αυτοί οι δύο όλους τους οι Τρόλοκ που κείτονται εκεί”.
“Μμμ... ναι, τέλος πάντων”. Ο αφέντης αλ’Βερ τίναξε τους ώμους του. “Πού να το πιστέψει κανείς. Μια Άες Σεντάι στο Πεδίο του Έμοντ. Και ο αφέντης Λαν είναι Πρόμαχος”.
“Άες Σεντάι;” ψιθύρισε ο Ραντ. “Δεν μπορεί. Της μίλησα. Δεν είναι... Δεν...”
“Νόμιζες ότι έχουν ταμπέλες;” είπε πικρόχολα ο δήμαρχος. ““Άες Σεντάι” γραμμένο στην πλάτη, ίσως και “Κίνδυνος, μην Πλησιάζετε”;” Ξαφνικά χαστούκισε το μέτωπό του. “Άες Σεντάι. Είμαι γέρος, βλάκας, και ξεμωραίνομαι. Υπάρχει μια πιθανότητα, Ραντ, αν είσαι πρόθυμος να τη δεχτείς. Δεν μπορώ να σου πω να το κάνεις και δεν ξέρω αν θα είχα το κουράγιο, αν ήμουν στη θέση σου”.
“Μια πιθανότητα;” είπε ο Ραντ. “Θα ρισκάρω τα πάντα, αρκεί να βοηθήσει κάτι”.
“Οι Άες Σεντάι μπορούν να θεραπεύουν, Ραντ. Κάψε με, παλικάρι μου, έχεις ακούσει τις ιστορίες. Μπορούν να θεραπεύσουν κι όταν τα φάρμακα δεν κάνουν τίποτα. Βάρδε, αυτά έπρεπε να τα ξέρεις καλύτερα από μένα. Οι ιστορίες των Βάρδων είναι γεμάτες Άες Σεντάι. Γιατί δεν μιλάς και μ’ αφήνεις να κλαψουρίζω;”
“Είμαι ξένος στα μέρη σας”, είπε ο Θομ, κοιτάζοντας με λαχτάρα τη σβησμένη πίπα του, “και ο νοικοκύρης Κόπλιν δεν είναι ο μόνος που δεν θέλει πάρε-δώσε με τις Άες Σεντάι. Καλύτερα να ήταν δική σου ιδέα”.
“Μια Άες Σεντάι”, μουρμούρισε ο Ραντ, προσπαθώντας να σκεφτεί τι κοινά είχε η γυναίκα που του είχε χαμογελάσει με τις ιστορίες. Η βοήθεια των Άες Σεντάι μερικές φορές ήταν χειρότερη από το να μη σε βοηθά κανείς, έτσι έλεγαν οι ιστορίες, σαν φαρμάκι στην πίτα και τα δώρα τους πάντα είχαν αγκίστρι μέσα, σαν δόλωμα. Ξαφνικά, το νόμισμα στην τσέπη του, το νόμισμα που του είχε δώσει η Μουαραίν, του φάνηκε να είναι αναμμένο κάρβουνο. Του ήρθε να το βγάλει αμέσως από το παλτό του και να το πετάξει από το παράθυρο.
Κανένας δεν θέλει να μπλέξει με τις Άες Σεντάι, παλικάρι μου , είπε αργά ο δήμαρχος. “Είναι η μόνη πιθανότητα που βλέπω, αλλά δεν είναι ελαφριά απόφαση. Δεν μπορώ να σου πω τι να κάνεις, αλλά εγώ μόνο καλά είδα από την κυρά Μουαραίν... τη Μουαραίν Σεντάι, μάλλον έτσι θα έπρεπε να τη λέω. Μερικές φορές” —έριξε μια ματιά με νόημα προς τον Ταμ- “πρέπει να ρισκάρεις, ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες”.
Μερικές από τις ιστορίες λένε κάποιες υπερβολές”, πρόσθεσε ο Θομ, σαν να του έβγαζαν τις λέξεις με το τσιγκέλι. “Κάποιες. Εκτός αυτού, αγόρι μου, τι άλλο μπορείς να κάνεις;”
Τίποτα”, είπε ο Ραντ αναστενάζοντας. Ο Ταμ ακόμα δεν είχε σαλέψει καθόλου· τα μάτια του ήταν βουλιαγμένα, σαν να είχε περάσει μια βδομάδα που ήταν άρρωστος. “Θα... θα πάω να τη βρω”.
Πέρα από τις γέφυρες”, είπε ο Βάρδος, “εκεί που... ξεφορτώνονται τους πεθαμένους Τρόλοκ. Αλλά πρόσεχε, αγόρι μου. Οι Άες Σεντάι ό,τι κάνουν το κάνουν για δικούς τους λόγους και δεν είναι πάντα οι λόγοι που νομίζουν οι άλλοι”.
Στο τέλος είχε υψώσει τη φωνή του, για να τον ακούσει ο Ραντ καθώς έφευγε. Ο Ραντ κρατούσε τη λαβή του σπαθιού, για να μην μπλέκει το θηκάρι στα πόδια του όπως έτρεχε, αλλά δεν θα χασομερούσε για να το βγάλει. Κατηφόρισε τα σκαλιά και βγήκε τρέχοντας από το πανδοχείο, έχοντας ξεχάσει προς στιγμήν την κούραση του. Αν υπήρχε ελπίδα για τον Ταμ, όσο μικρή κι αν ήταν, μπορούσε να αντέξει την κούραση μιας άυπνης νύχτας, τουλάχιστον για λίγο. Το ότι αυτή η πιθανότητα ερχόταν από μια Άες Σεντάι και ποιο θα ήταν το κόστος, δεν ήθελε να το σκέφτεται. Όσο για το να βρεθεί, πραγματικά, πρόσωπο με πρόσωπο με μια Άες Σεντάι... Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να κάνει πιο γρήγορα.
Οι πυρές βρίσκονταν αρκετά πιο πέρα από τα τελευταία σπίτια, προς το βορρά, προς τη μεριά του Δυτικού Δάσους, από το δρόμο προς το Λόφο της Βίγλας. Ο άνεμος έπαιρνε τις μαύρες στήλες του καπνού μακριά από το χωριό, αλλά, ακόμα κι έτσι, μια αηδιαστική γλυκερή βρώμα γέμιζε τον αέρα, σαν ψητό που έχει μείνει πολλές ώρες στη σούβλα. Ο Ραντ ένιωσε αναγούλα με τη μυρωδιά και μετά ξεροκατάπιε, όταν κατάλαβε τι ήταν. Να σε τι θα χρησιμοποιούσαν τις φωτιές του Μπελ Τάιν. Οι άντρες που φρόντιζαν τις φωτιές είχαν δέσει πανιά στη μύτη και το στόμα τους, αλλά οι γκριμάτσες τους έδειχναν καθαρά ότι το ξύδι που μούσκευε τα πανιά δεν αρκούσε. Ακόμα κι αν εξαφάνιζε τη βρώμα, ήξεραν ότι η βρώμα ήταν ακόμα εκεί και ήξεραν τι έκαναν.