Δύο από τους άντρες έλυναν τα γκέμια ενός μεγάλου αλόγου Ντούραν, που ήταν δεμένα στους αστραγάλους ενός Τρόλοκ. Ο Λαν, μισογονατισμένος πλάι στο πτώμα, είχε παραμερίσει την κουβέρτα, αποκαλύπτοντας τους ώμους του Τρόλοκ και το κεφάλι του με την κατσικίσια μουσούδα. Καθώς ο Ραντ έτρεχε, ο Πρόμαχος έβγαλε ένα μεταλλικό διακριτικό, μια σμαλτωμένη τρίαινα, κόκκινη σαν αίμα, από τον ώμο της μαύρης, πλεχτής πανοπλίας του Τρόλοκ.
“Κο’μπαλ”, δήλωσε. Έριξε το διακριτικό στην παλάμη του, έτσι ώστε αυτό αναπήδησε, πιάνοντάς το στον αέρα μ’ ένα γρυλισμό. “Επτά φυλές, ως τώρα”.
Η Μουαραίν, που καθόταν σταυροπόδι στο χώμα, λίγο πιο πέρα, κούνησε το κεφάλι κουρασμένα. Στα γόνατά της είχε ένα ραβδί γεμάτο σκαλισμένες κληματσίδες και λουλούδια και το φόρεμά της είχε τσαλακωμένη εμφάνιση, δείχνοντας πως ήταν πολυφορεμένο. “Επτά φυλές. Επτά! Τόσες ποτέ δεν συνεργάστηκαν μεταξύ τους μετά τους Πολέμους των Τρόλοκ. Όλο άσχημα νέα μαθαίνουμε. Φοβάμαι, Λαν. Νόμιζα πως είχαμε ένα προβάδισμα, αλλά ίσως να είμαστε πολύ πιο πίσω από κάθε άλλη φορά”.
Ο Ραντ την κοίταξε, μην μπορώντας να πει κουβέντα. Μια Άες Σεντάι. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν θα την έβλεπε αλλιώς, τώρα που ήξερε ποια... που ήξερε τι έβλεπε και με έκπληξη ένιωσε πως, πράγματι, δεν έμοιαζε διαφορετική. Δεν έδειχνε τόσο άσπιλη, τώρα που οι τούφες των μαλλιών της πετούσαν δεξιά κι αριστερά και είχε ένα σημάδι καπνιάς στη μύτη, αλλά, επίσης, δεν φαινόταν πραγματικά αλλαγμένη. Ίσως να υπήρχε κάτι σε μια Άες Σεντάι, που να μαρτυρά την ταυτότητά της. Από την άλλη μεριά, αν η εξωτερική της εμφάνιση καθρέφτιζε τον εσωτερικό της κόσμο και, αν οι ιστορίες ήταν αληθινές, τότε θα έπρεπε να μοιάζει περισσότερο με Τρόλοκ παρά με μια κομψή γυναίκα, που διατηρούσε την αξιοπρέπειά της ακόμα κι όταν καθόταν στο χώμα. Και μπορούσε να βοηθήσει τον Ταμ. Όποιο κι αν ήταν το κόστος, πρώτο του μέλημα ήταν ο Ταμ.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. “Κυρά Μουαραίν... θέλω να πω, Μουαραίν Σεντάι”. Γύρισαν και οι δύο να τον κοιτάξουν κι αυτός πάγωσε μπροστά στο βλέμμα της. Δεν ήταν το γαλήνιο, χαμογελαστό βλέμμα που θυμόταν ο Ραντ από το Πράσινο. Το πρόσωπό της ήταν κουρασμένο, αλλά τα σκούρα μάτια της ήταν μάτια γερακιού. Άες Σεντάι. Καταστροφείς του Κόσμου. Μαριονετίστες, που τραβούσαν τα νήματα και έκαναν θρόνους και έθνη να χορεύουν, σε σχέδια που ήξεραν μόνο οι γυναίκες της Ταρ Βάλον.
“Λίγο ακόμα φως στο σκοτάδι”, μουρμούρισε η Άες Σεντάι. Ύψωσε τη φωνή της. “Τι όνειρα βλέπεις, Ραντ αλ’Θορ;” Εκείνος την κοίταξε. “Τα όνειρά μου;”
“Μια τέτοια νύχτα φέρνει άσχημα όνειρα, Ραντ. Αν βλέπεις εφιάλτες πρέπει να μου πεις. Μερικές φορές μπορώ να βοηθήσω”. “Δεν έχω κανένα πρόβλημα με... Είναι ο πατέρας μου. Πληγώθηκε. Δεν είναι παρά μια γρατζουνιά, αλλά τον ψήνει ο πυρετός. Η Σοφία δεν βοηθά. Λέει πως δεν μπορεί. Αλλά οι ιστορίες-” Εκείνη ύψωσε το φρύδι, κι αυτός έκανε μια παύση και ξεροκατάπιε. Φως μου, υπάρχει ιστορία με Άες Σεντάι, που να μην τις δείχνει με το μέρος τον κακού; Κοίταξε τον Πρόμαχο, όμως ο Λαν έδειχνε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον πεθαμένο Τρόλοκ, παρά για όσα είχε να πει ο Ραντ. Αμήχανος, μπροστά στο βλέμμα της, συνέχισε λέγοντας, “Εγώ... ε... λένε πως οι Άες Σεντάι ξέρουν να θεραπεύουν. Αν μπορείς να τον βοηθήσεις... ό,τι μπορείς να κάνεις γι’ αυτόν... όποιο κι αν είναι το κόστος... θέλω να πω...” Ανάσανε βαθιά και κατέληξε, μιλώντας γοργά. “Θα πληρώσω οποιοδήποτε τίμημα, αν τον βοηθήσεις. Ό,τι θέλεις”. “Οποιοδήποτε τίμημα”, είπε στοχαστικά η Μουαραίν, μονολογώντας σχεδόν. “Θα μιλήσουμε αργότερα για το αντίτιμο, Ραντ, αν μιλήσουμε για κάτι τέτοιο. Δεν υπόσχομαι τίποτα. Η Σοφία σας ξέρει τι κάνει. Θα κάνω ό,τι μπορώ, αλλά οι δυνάμεις μου δεν φτάνουν για να εμποδίσω τον Τροχό να κυλήσει”.
“Ο θάνατος κάποτε φτάνει σε όλους”, είπε ο Πρόμαχος βλοσυρά, “εκτός αν υπηρετούν τον Σκοτεινό κι αυτό το τίμημα μόνο ανόητοι το πληρώνουν”.
Η Μουαραίν χασκογέλασε. “Μην είσαι τόσο κατσούφης, Λαν. Έχουμε κάποιο λόγο να το γιορτάζουμε. Δεν είναι σπουδαίος λόγος, αλλά υπάρχει”. Στηρίχθηκε στο ραβδί και σηκώθηκε όρθια. “Πήγαινε με στον πατέρα σου, Ραντ. Θα τον βοηθήσω, όσο μπορώ. Πολλοί εδώ αρνήθηκαν κάθε βοήθεια από μένα. Κι αυτοί έχουν ακούσει τις ιστορίες”, πρόσθεσε στεγνά.
“Είναι στο πανδοχείο”, είπε ο Ραντ. “Από δω. Και σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ!”
Τον ακολούθησαν, αλλά προχωρούσε γρήγορα και τους άφησε πίσω. Βράδυνε το βήμα του ανυπόμονα και περίμενε να τον προφτάσουν, ύστερα όρμηξε πάλι μπροστά και έπρεπε πάλι να περιμένει.
“Βιαστείτε, παρακαλώ”, τους παρακίνησε. Τόσο πολύ βιαζόταν να πάει βοήθεια στον Ταμ, που δεν του είχε περάσει από το νου το θράσος που έδειχνε, μιλώντας έτσι σε μια Άες Σεντάι. “Ψήνεται στον πυρετό”.