Ο Λαν τον αγριοκοίταξε. “Δεν βλέπεις ότι είναι κουρασμένη; Ακόμα και με ένα ανγκριάλ, αυτό που έκανε χθες βράδυ ήταν σαν να έτρεχε σ’ όλο το χωριό μ’ ένα σάκο πέτρες στην πλάτη. Δεν ξέρω αν το αξίζεις, βοσκέ, ό,τι κι αν λέει εκείνη”.
Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια και δεν μίλησε.
“Ήρεμα, φίλε μου”, είπε η Μουαραίν. Δίχως να κόψει το βήμα της, άγγιξε τον ώμο του Πρόμαχου. Ο Λαν ορθωνόταν δίπλα της, προστατευτικά, σαν να μπορούσε να της δώσει δύναμη απλώς πλησιάζοντας την. “Το μόνο που σκέφτεσαι είναι πώς να με φροντίζεις. Γιατί να μην σκέφτεται κι αυτός το ίδιο για τον πατέρα του;” Ο Λαν συννέφιασε, αλλά έμεινε σιωπηλός. “Κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ, Ραντ, σου ορκίζομαι—”
Ο Ραντ δεν ήξερε τι να πιστέψει, τη σκληράδα των ματιών της, ή τη γαλήνη της φωνής της — που έδειχνε εξουσία, μάλλον, παρά πραότητα. Ή ίσως τα δύο να ταίριαζαν. Άες Σεντάι. Τώρα πια είχε δεσμευθεί. Ακολούθησε το βήμα τους και προσπάθησε να μη σκέφτεται ποιο να ήταν το αντίτιμο, για το οποίο θα συζητούσαν αργότερα.
8
Ασφαλές Μέρος
Τη στιγμή που έμπαινε μέσα, το βλέμμα του Ραντ στράφηκε στον πατέρα του — ήταν ο πατέρας του, όποιος κι αν έλεγε το αντίθετο. Ο Ταμ δεν είχε σαλέψει ούτε πόντο· τα μάτια του ήταν ακόμα κλειστά και ανάπνεε με κοπιαστικές, κοφτές ανάσες, αδύναμα και βραχνά. Ο ασπρομάλλης Βάρδος σταμάτησε την κουβέντα του με τον δήμαρχο —που έσκυβε πάλι πάνω από το κρεβάτι για να περιποιηθεί τον Ταμ — και κοίταξε ανήσυχα τη Μουαραίν. Η Άες Σεντάι τον αγνόησε. Αγνόησε τους πάντες, εκτός από τον Ταμ, αλλά αυτόν τον κοίταξε συνοφρυωμένη, με προσήλωση.
Ο Θομ έχωσε τη σβησμένη πίπα ανάμεσα στα δόντια του, έπειτα την ξανάβγαλε και την κοίταξε δύσθυμα. “Ούτε να καπνίσουμε ήσυχα δεν μπορούμε πια”, μουρμούρισε. “Πάω να γλιτώσω το μανδύα μου, μην τον κλέψει κάνας αγρότης για να ζεσταίνει τις αγελάδες του”. Βγήκε από το δωμάτιο βιαστικά.
Ο Λαν τον παρακολούθησε να φεύγει και το τραχύ του πρόσωπο δεν έδειχνε περισσότερα συναισθήματα από βράχο. “Δεν μου αρέσει αυτός ο άνθρωπος. Έχει κάτι που δεν εμπιστεύομαι. Δεν τον είδα πουθενά χθες το βράδυ”.
“Ήταν εδώ”, είπε ο Μπραν, κοιτάζοντας αβέβαια τη Μουαραίν. “Πρέπει να ήταν. Ο μανδύας του δεν καψαλίστηκε έτσι μπροστά στο τζάκι”.
Τον Ραντ δεν θα τον ένοιαζε ακόμα κι αν ο Βάρδος είχε περάσει όλη τη νύχτα κρυμμένος στο στάβλο. “Ο πατέρας μου;” είπε ικετευτικά στη Μουαραίν.
Ο Μπραν άνοιξε το στόμα, αλλά, πριν μιλήσει, η Μουαραίν είπε, “Άσε με μαζί του, αφέντη αλ’Βερ. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, μόνο θα μπλέκεσαι στα πόδια μου”.
Ο Μπραν για μια στιγμή στάθηκε αβέβαιος. Από τη μια δεν του άρεσε να τον διατάζουν μέσα στο πανδοχείο του, από την άλλη δεν ήταν πρόθυμος να πει όχι σε μια Άες Σεντάι. Τελικά σηκώθηκε και χτύπησε τον Ραντ στον ώμο. “Έλα μαζί μου, αγόρι μου. Ας αφήσουμε στη Μουαραίν Σεντάι στα... τα... ε... Έχει πολλές δουλειές κάτω να με βοηθήσεις. Πριν το καταλάβεις, ο Ταμ θα ζητά την πίπα και τη μπύρα του”.
“Μπορώ να μείνω;” Ο Ραντ μίλησε στη Μουαραίν, αν κι εκείνη δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον Ταμ. “Σε παρακαλώ; Δεν θα μπλέξω στα πόδια σου. Δεν θα καταλαβαίνεις καν ότι είμαι εδώ. Είναι ο πατέρας μου”, πρόσθεσε, τόσο άγρια που ξαφνιάστηκε και ο ίδιος, ενώ τα μάτια του δημάρχου γούρλωσαν με έκπληξη. Ο Ραντ ευχήθηκε να το απέδιδαν στην κούραση, ή στην ταραχή που του προκαλούσε η παρουσία μιας Άες Σεντάι.
“Ναι, ναι”, είπε η Μουαραίν ανυπόμονα. Είχε πετάξει απρόσεκτα το μανδύα και το ραβδί της στη μόνη καρέκλα του δωματίου και τώρα ανέβαζε τα μανίκια του φορέματος της, γυμνώνοντας τα χέρια της ως τους αγκώνες. “Κάθισε από κει. Κι εσύ, Λαν”. Έδειξε αόριστα ένα μακρύ παγκάκι στον τοίχο. Το βλέμμα της ταξίδεψε αργά, από τα πόδια του Ταμ ως το κεφάλι του, αλλά, ο Ραντ, ένιωσε να τον κεντρίζει η αίσθηση ότι η Μουαραίν, με κάποιον τρόπο, κοίταζε παραπέρα. “Μπορείτε να μιλάτε, αν θέλετε”, συνέχισε εκείνη αφηρημένα, “χαμηλόφωνα όμως. Εσύ πήγαινε, αφέντη αλ’Βερ. Εδώ είναι δωμάτιο αρρώστου, όχι αίθουσα συγκεντρώσεων. Φρόντισε να μην με ενοχλήσουν”.
Ο δήμαρχος μούγκρισε μέσα από τα δόντια του, αν και φυσικά όχι τόσο δυνατά ώστε να τραβήξει την προσοχή της, έσφιξε πάλι τον ώμο του Ραντ και μετά, υπάκουα, αν και απρόθυμα, βγήκε έξω κι έκλεισε την πόρτα.
Η Άες Σεντάι, μουρμουρίζοντας, γονάτισε πλάι στο κρεβάτι και ακούμπησε τα χέρια της στο στήθος του Ταμ. Έκλεισε τα μάτια της και γι’ αρκετή ώρα δεν έκανε καμία κίνηση, ούτε άφηνε κάποιον ήχο.
Στις ιστορίες, τα θαύματα των Άες Σεντάι συνοδεύονταν πάντα από αστραπές και κεραυνούς, ή από άλλα σημάδια, που έδειχναν μεγάλα κατορθώματα και σπουδαίες δυνάμεις. Τη Δύναμη. Τη Μία Δύναμη, που πήγαζε από την Αληθινή Πηγή, που κινούσε τον Τροχό του Χρόνου. Θα προτιμούσε να μην σκέφτεται ότι ο Ταμ θα ερχόταν σε κάποιου είδους επαφή με τη Δύναμη, ότι και ο ίδιος θα βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο, στο οποίο ίσως χρησιμοποιούνταν η Δύναμη. Λες και δεν έφτανε που ήταν στο ίδιο χωριό. Η Μουαραίν έμοιαζε να έχει πέσει για ύπνο, τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Του φαινόταν όμως πως άκουγε τον Ταμ να ανασαίνει πιο εύκολα. Κάτι καλό θα έκανε η Μουαραίν. Τόσο απορροφημένος ήταν που τινάχτηκε, όταν ο Λαν μίλησε χαμηλόφωνα. “Ωραίο το όπλο που φοράς. Μήπως, κατά τύχη, υπάρχει ερωδιός και στη λεπίδα;”