Το βλέμμα του έπεσε στον Ταμ και όλα τα άλλα χάθηκαν από το νου του. Το πρόσωπο του πατέρα του ήταν, εμφανώς, λιγότερο αναψοκοκκινισμένο απ’ όσο πριν και η αναπνοή του ακουγόταν σχεδόν φυσιολογική. Ο Ραντ θα πηδούσε στον αέρα, αν ο Λαν δεν τον έπιανε από το μπράτσο. “Τα κατάφερες”.
Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι κι αναστέναξε. “Όχι ακόμα. Ελπίζω όχι ακόμα. Τα όπλα των Τρόλοκ φτιάχνονται σε καμίνια, στην κοιλάδα που λέγεται Θακαν’νταρ, στις πλαγιές του ίδιου του Σάγιολ Γκουλ. Μερικά παίρνουν ένα μίασμα από κείνο το μέρος, ένα μόλυσμα του κακού στο μέταλλο. Αυτές οι μιασμένες λεπίδες ανοίγουν πληγές, που δεν θεραπεύονται μόνες τους, ή που φέρνουν θανατηφόρους πυρετούς και παράξενες αρρώστιες, που δεν αντιμετωπίζονται με φάρμακα. Καταπράυνα τον πόνο του πατέρα σου, αλλά το σημάδι, το μίασμα, είναι ακόμα εκεί. Αν το αφήσουμε έτσι θα δυναμώσει πάλι και θα τον φάει από μέσα”.
“Αλλά δεν θα το αφήσεις έτσι”. Τα λόγια του Ραντ ήταν μαζί και ικεσία και προσταγή. Σοκαρίστηκε, όταν συνειδητοποίησε ότι είχε μιλήσει έτσι σε μια Άες Σεντάι, αν κι αυτή δεν φάνηκε να προσέχει τον τόνο του.
“Όχι”, συμφώνησε απλά. “Είμαι κατάκοπη, Ραντ, και δεν έχω προλάβει να αναπαυθώ από χθες το βράδυ. Συνήθως δεν πειράζει, αλλά για μια τέτοια ζημιά... Αυτό” —έβγαλε από το σάκο της ένα μικρό δεματάκι, τυλιγμένο με λευκό μετάξι- “είναι ένα ανγκριάλ”. Είδε την έκφραση του. “Έχεις ακούσει για τα ανγκριάλ, λοιπόν. Ωραία”.
Ο Ραντ έγειρε ασυναίσθητα πίσω, μακριά από τη Μουαραίν και από αυτό που κρατούσε στο χέρι της. Μερικές ιστορίες ανέφεραν τα ανγκριάλ, τα απομεινάρια της Εποχής των Θρύλων, που χρησιμοποιούσαν οι Άες Σεντάι για να κάνουν θαύματα. Ξαφνιάστηκε, βλέποντάς την να ξετυλίγει μια λεία, φιλντισένια μορφή, που από τα χρόνια είχε πάρει μια βαθιά καφέ απόχρωση. Ήταν μικρό, όσο η παλάμη της, μια γυναίκα που φορούσε μακρύ, πολύπτυχο φόρεμα, με μαλλιά που κυλούσαν ως τους ώμους της.
“Έχουμε χάσει τη γνώση της κατασκευής τους”, του είπε. “Τόσα χάθηκαν, ίσως για να μην ξαναβρεθούν ποτέ. Τόσα λίγα απομένουν, που η Έδρα της Άμερλιν παραλίγο δεν θα μου επέτρεπε να το πάρω. Ευτυχώς, για το Πεδίο του Έμοντ και για τον πατέρα σου, μου έδωσε την άδεια. Αλλά δεν πρέπει να έχεις πολλές ελπίδες. Τώρα, ακόμα και μ’ αυτό, δεν μπορώ να κάνω πολλά περισσότερα απ’ όσο χθες και το μίασμα είναι δυνατό. Είχε χρόνο να κακοφορμίσει”.
“Μπορείς να τον βοηθήσεις”, είπε ο Ραντ με πάθος. “Ξέρω ότι μπορείς”.
Η Μουαραίν χαμογέλασε αχνά. “Θα το δούμε”. Υστερα γύρισε πάλι στον Ταμ. Ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό του· στην άλλη χούφτα της είχε τη φιλντισένια μορφή. Με τα μάτια κλειστά το πρόσωπό της πήρε ύφος περισυλλογής. Σχεδόν δεν φαινόταν να αναπνέει.
“Ο καβαλάρης για τον οποίο μίλησες”, είπε χαμηλόφωνα ο Λαν, “που σ’ έκανε να φοβηθείς — ήταν σίγουρα ένας Μυρντράαλ”.
“Μυρντράαλ!” αναφώνησε ο Ραντ. “Αλλά οι Ξέθωροι έχουν ύψος δέκα μέτρα και...” τα λόγια του έσβησαν μπροστά στο παγερό χαμόγελο του Πρόμαχου.
“Μερικές φορές, βοσκέ, οι ιστορίες μεγαλοποιούν την αλήθεια. Πίστεψε με, η αλήθεια είναι από μόνη της αρκετά μεγάλη, όταν μιλάμε για Ημιάνθρωπους. Ημιάνθρωποι, Καρτέρια, Ξέθωροι, Σκιάνθρωποι· το όνομα εξαρτάται από τη χώρα που βρίσκεσαι, μα όλα σημαίνουν Μυρντράαλ. Οι Ξέθωροι είναι σπορά των Τρόλοκ, μια επιστροφή στην ανθρώπινη μορφή, που χρησιμοποίησαν οι Άρχοντες του Δέους για να πλάσουν τους Τρόλοκ. Σχεδόν. Αλλά, όταν ενισχύονται τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, τότε το ίδιο συμβαίνει και με το μίασμα, που παραμορφώνει τους Τρόλοκ. Οι Ημιάνθρωποι έχουν συγκεκριμένες δυνάμεις, του είδους που εκπορεύεται από τον Σκοτεινό. Μόνο οι πιο αδύναμες Άες Σεντάι δεν θα μπορούσαν να τα βάλουν μ’ έναν Ξέθωρο σε αγώνα ένα προς ένα, αλλά μπροστά τους έχουν πέσει πολλοί καλοί άνθρωποι. Μετά τους πολέμους, που σημάδεψαν το τέλος της Εποχής των Θρύλων, μετά από όταν αιχμαλωτίστηκαν οι Αποδιωγμένοι, αυτοί είναι το μυαλό που λέει στις γροθιές των Τρόλοκ που να χτυπήσουν. Τον καιρό των Πολέμων των Τρόλοκ, οι Ημιάνθρωποι οδηγούσαν τους Τρόλοκ στη μάχη, υπακούοντας στους Άρχοντες του Δέους”.
“Με τρόμαξε”, είπε αχνά ο Ραντ. “Μόνο που με κοίταξε και...” Ρίγησε.
“Μην ντρέπεσαι, βοσκέ. Κι εμένα με τρομάζουν. Είδα άνδρες, που όλη τους τη ζωή ήταν στρατιώτες, να παγώνουν αντιμέτωποι με Ημιάνθρωπο, σαν πουλί που αντικρίζει φίδι. Στο βορρά, στις Μεθόριους κατά μήκος της Μεγάλης Μάστιγας έχουν ένα ρητό. Το βλέμμα του Ανόφθαλμου είναι ο φόβος”.