Выбрать главу

Δίχως να το σκεφτεί, άγγιξε την εγκοπή του βέλους· ήταν έτοιμος να το τραβήξει ως το μάγουλό του με μια ομαλή κίνηση, όπως του είχε δείξει ο Ταμ. Ο χειμώνας ήταν βαρύς για τα αγροκτήματα, χειρότερος απ’ ό,τι μπορούσαν να θυμηθούν ακόμα και οι γεροντότεροι, αλλά πρέπει να ήταν ακόμα πιο δύσκολος στα βουνά, αν έλεγε κάτι ο αριθμός των λύκων που αναγκάζονταν να κατέβουν ως τους Δύο Ποταμούς. Οι λύκοι επέδραμαν στα μαντριά των προβάτων και χώνονταν στους στάβλους για να φτάσουν στα βόδια και τα άλογα. Κι αρκούδες, επίσης, είχαν επιτεθεί σε πρόβατα, σε μέρη που χρόνια είχε να φανεί αρκούδα. Δεν ήταν πια ασφαλές να είσαι έξω, όταν έπεφτε το σκοτάδι. Συχνά, η λεία ήταν όχι μόνο πρόβατα, αλλά και άνθρωποι, χωρίς να είναι πάντα ανάγκη να έχει δύσει ο ήλιος.

Ο Ταμ περπατούσε με σταθερές δρασκελιές από την άλλη μεριά της Μπέλας, χρησιμοποιώντας το δόρυ του σαν μπαστούνι, χωρίς να δίνει σημασία στον άνεμο που έκανε τον καφετί μανδύα του να πεταρίζει σαν λάβαρο. Που και που άγγιζε απαλά το πλευρό της φοράδας για να της θυμίζει να προχωρά. Με το φαρδύ του στέρνο και το πλατύ πρόσωπο ήταν σαν μια κολώνα πραγματικότητας εκείνο το πρωινό, σαν πέτρα μέσα σ’ ένα θαμπό όνειρο. Μπορεί τα σκαμμένα από τον ήλιο μάγουλά του να ήταν γεμάτα ρυτίδες και στα μαλλιά του οι γκρίζες τρίχες να έπνιγαν τις μελαχρινές, αλλά υπήρχε κάτι στέρεο πάνω του, λες και μπορούσε μια πλημμύρα να περάσει ολόγυρά του, δίχως να του ξεκολλήσει τα πόδια από το χώμα. Τώρα περπατούσε, ατάραχος στο δρόμο, με βαριά βήματα. Το φέρσιμό του έλεγε πως, μάλιστα, υπήρχαν λύκοι και αρκούδες, αυτά τα πλάσματα έπρεπε να τα προσέχουν όσοι είχαν πρόβατα, αλλά, το καλό που τους ήθελε, ας μην έμπαιναν στο δρόμο του Ταμ αλ’Θορ, που πήγαινε στο Πεδίο του Έμοντ.

Ο Ραντ τινάχτηκε ντροπιασμένος και γύρισε πάλι να προσέχει το δρόμο από τη δική του πλευρά, αφού η αταραξία του Ταμ του είχε θυμίσει το καθήκον του. Ήταν ένα κεφάλι πιο ψηλός από τον πατέρα του, ο πιο ψηλός σε κείνα τα μέρη και οι σωματικές ομοιότητες με τον πατέρα του ήταν ελάχιστες, μ’ εξαίρεση το φάρδος των ώμων. Είχε πάρει τα γκρίζα μάτια και την κοκκινωπή απόχρωση των μαλλιών από τη μητέρα του, έλεγε ο Ταμ. Ήταν ξενομερίτισσα και ο Ραντ δεν θυμόταν παρά μονάχα ένα χαμογελαστό πρόσωπο, μ’ όλο που έβαζε λουλούδια στον τάφο της κάθε χρόνο, στο Μπελ Τάιν το χειμώνα και τη Μέρα του Ήλιου το καλοκαίρι.

Το κάρο, που τρανταζόταν, κουβαλούσε δύο βαρελάκια με μπράντυ μήλου, φτιαγμένο από τον Ταμ και οκτώ μεγάλα βαρέλια μηλίτη, που ήταν, ελάχιστα μόνο, αψύς, μετά από ένα ολόκληρο χειμώνα που ζυμωνόταν. Ο Ταμ παρέδιδε κάθε χρόνο το ίδιο φορτίο στο Πανδοχείο της Οινοπηγής για το Μπελ Τάιν και είχε δηλώσει πως δεν θα ήταν ούτε οι λύκοι, ούτε ο παγωμένος αέρας που θα τον σταματούσαν αυτή την άνοιξη. Παρ’ όλα αυτά, είχαν βδομάδες να πάνε στο χωριό. Ακόμα και ο Ταμ δεν πολυταξίδευε αυτό τον καιρό. Αλλά είχε δώσει το λόγο του για το μπράντυ μήλου και τον μηλίτη, έστω κι αν περιμένοντας είχε καταλήξει να κάνει την παράδοση μια μέρα πριν τη Γιορτή. Για τον Ταμ ήταν πολύ σημαντικό να κρατάς το λόγο που είχες δώσει. Ο Ραντ απλώς χαιρόταν που έφευγε από το αγρόκτημα, σχεδόν όσο χαιρόταν για τον ερχομό του Μπελ Τάιν.

Καθώς ο Ραντ κοίταζε το δρόμο από τη δική του μεριά, μέσα του άρχισε να δυναμώνει η αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν. Προσπάθησε στην αρχή να την αγνοήσει. Τίποτα δεν σάλευε και τίποτα δεν ακουγόταν ανάμεσα στα δέντρα, παρά μόνο ο άνεμος. Αλλά αυτή η αίσθηση, όχι μόνο συνεχιζόταν, αλλά δυνάμωνε κιόλας. Οι τρίχες στους πήχεις του ορθώθηκαν το δέρμα του τον φαγούριζε, σαν να τον έτρωγε από μέσα.

Μετακίνησε εκνευρισμένος το τόξο του για να ξύσει τα χέρια του και μάλωσε τον εαυτό του, που άφηνε αυτές τις φαντασίες να τον πειράζουν. Απ’ αυτή την πλευρά του δρόμου δεν υπήρχε τίποτα στο δάσος και αν ο Ταμ είχε δει κάτι από τη μεριά του θα είχε μιλήσει. Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του... και ανοιγόκλεισε τα μάτια. Το πολύ είκοσι απλωσιές πιο πίσω στο δρόμο τους ακολουθούσε η μανδυοφορεμένη φιγούρα ενός καβαλάρη· τόσο το άλογο όσο και ο αναβάτης είχαν όψη μαύρη, μουντή και αφώτιστη.