Выбрать главу

“Σε κάποιον από σας”, είπε η Μουαραίν, “ή και στους τρεις, υπάρχει κάτι, που φοβάται ο Σκοτεινός”.

“Αυτό... αυτό είναι αδύνατον”. Ο Ραντ πλησίασε το παράθυρο παραπατώντας και το βλέμμα του πλανήθηκε στο χωριό, στους ανθρώπους που δούλευαν ανάμεσα στα ερείπια. “Δεν με νοιάζει τι έγινε, αυτό είναι αδύνατον”. Κάτι στο Πράσινο τράβηξε την προσοχή του. Το κοίταξε, συνειδητοποίησε ότι ήταν το μαυρισμένο κούτσουρο του Στύλου της Άνοιξης. Ένα ωραίο Μπελ Τάιν, με πραματευτή και Βάρδο και ξένους. Ανατρίχιασε και κούνησε δυνατά το κεφάλι του. ” Όχι. Όχι, είμαι βοσκός. Ο Σκοτεινός δεν μπορεί να ενδιαφέρεται για μένα”.

“Χρειάστηκε μεγάλος κόπος”, είπε βλοσυρά ο Λαν, “για να έρθουν τόσοι Τρόλοκ σε τόση απόσταση, δίχως να προκαλέσουν αναταραχή, από τις Μεθόριους ως το Κάεμλυν και παραπέρα. Μακάρι να ήξερα πώς το έκαναν. Στ’ αλήθεια, πιστεύεις πως μπήκαν σε τόση φασαρία μόνο και μόνο για να κάψουν μερικά σπίτια;”

“Θα ξανάρθουν”, πρόσθεσε η Μουαραίν.

Ο Ραντ είχε ανοίξει το στόμα για να διαφωνήσει με τον Λαν, αλλά αυτό τον σταμάτησε πριν πει λέξη. Γύρισε να την κοιτάξει. “Θα ξανάρθουν; Δεν μπορείς να τους σταματήσεις; Το κατάφερες χθες το βράδυ και τότε σου ήταν ξαφνικό. Τώρα ξέρεις ότι είναι εδώ”.

“Ίσως”, αποκρίθηκε η Μουαραίν. “Θα μπορούσα να ζητήσω να έρθουν κάποιες αδερφές μου από την Ταρ Βάλον ίσως προλάβουν να κάνουν το ταξίδι, πριν τις χρειαστούμε. Αλλά και ο Μυρντράαλ ξέρει ότι είμαι εδώ και μάλλον δεν θα επιτεθεί —τουλάχιστον όχι φανερά- δίχως ενισχύσεις, δίχως άλλους Μυρντράαλ και άλλους Τρόλοκ. Με αρκετές Άες Σεντάι και αρκετούς Πρόμαχους θα μπορέσουμε να νικήσουμε τους Τρόλοκ, αν και δεν μπορώ να πω πόσες μάχες θα χρειαστούν”.

Ένα όραμα χόρευε στο νου του: ολόκληρο το Πεδίο του Έμοντ είχε γίνει στάχτες. Όλες οι φάρμες είχαν καεί. Και ο Λόφος της Σκοπιάς και το Ντέβεν Ράιντ και το Τάρεν Φέρυ. Στάχτες κι αίμα. “Όχι”, είπε, κι ένιωσε κάτι να κόβεται από μέσα του, σαν να είχε χάσει κάτι δικό του. “Γι’ αυτό πρέπει να φύγω, ε; Οι Τρόλοκ δεν θα ξαναγυρίσουν, αν δεν είμαι εδώ”. Ένα τελευταίο ίχνος πείσματος τον έκανε να προσθέσει, “Αν στ’ αλήθεια ψάχνουν για μένα”.

Η Μουαραίν ύψωσε τα φρύδια, σαν να ξαφνιαζόταν που δεν είχε πειστεί, ο Λαν όμως είπε, “Θέλεις να στοιχηματίσεις το χωριό σου σ’ αυτό, βοσκέ; Όλη την περιοχή των Δύο Ποταμών;”

Το πείσμα του Ραντ υποχώρησε. “Όχι”, ξανάπε, κι ένιωσε πάλι το κενό μέσα του. “Θα πρέπει να φύγουν επίσης ο Πέριν κι ο Ματ, ε;” Θα έφευγε από τα Δύο Ποτάμια. Θα έφευγε από το σπίτι και τον πατέρα του. Τουλάχιστον ο Ταμ θα γιατρευόταν. Τουλάχιστον θα μπορούσε να τον ακούσει να λέει, πως όλα εκείνα στο Δρόμο του Νταμαριού ήταν χαζομάρες. “Φαντάζομαι πως θα μπορούσαμε να πάμε στο Μπάερλον, ή ακόμα και στο Κάεμλυν. Άκουσα πως στο Κάεμλυν έχει περισσότερους ανθρώπους απ’ όσο σ’ ολόκληρους τους Δύο Ποταμούς. Εκεί θα είμαστε ασφαλείς”. Άφησε ένα γέλιο, που ήχησε κούφιο. “Ονειρευόμουν, κάποτε, πως θα έβλεπα το Κάεμλυν. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πως θα γινόταν έτσι”.

Ακολούθησε αρκετή σιωπή και ύστερα ο Λαν είπε, “Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει ασφάλεια για μας στο Κάεμλυν. Αν οι Μυρντράαλ σε θέλουν πολύ, θα βρουν τρόπο. Οι τοίχοι δεν είναι μεγάλο εμπόδιο για τους Ημιανθρώπους. Και θα ήσουν ανόητος να πιστέψεις ότι δεν σε θέλουν πολύ”.

Ο Ραντ πίστευε πως το ηθικό του ήταν στο έσχατο σημείο, αλλά μ’ αυτό βούλιαξε ακόμα πιο κάτω.

“Υπάρχει ένα ασφαλές μέρος”, είπε απαλά η Μουαραίν και ο Ραντ τέντωσε τ’ αυτιά του. “Στην Ταρ Βάλον, θα ήσουν ανάμεσα σε Άες Σεντάι και Πρόμαχους. Ακόμα και κατά τη διάρκεια των Πολέμων των Τρόλοκ, οι δυνάμεις του Σκοτεινού φοβούνταν να επιτεθούν στα Λαμπερά Τείχη. Η μία απόπειρα που έκαναν στάθηκε η μεγαλύτερη ήττα τους, πριν την τελική. Και η Ταρ Βάλον φυλά όλες τις γνώσεις, που έχουν συλλέξει οι Άες Σεντάι από τον Καιρό της Τρέλας. Μερικά αποσπάσματα, μάλιστα, χρονολογούνται από την Εποχή των Θρύλων. Στην Ταρ Βάλον, μόνο εκεί θα μάθεις γιατί σε θέλουν οι Μυρντράαλ. Γιατί σε θέλει ο Πατέρας του Ψεύδους. Αυτό στο υπόσχομαι”.

Ένα ταξίδι ως την Ταρ Βάλον ήταν αδιανόητο. Ένα ταξίδι σε ένα μέρος που θα τον περικύκλωναν οι Άες Σεντάι. Η Μουαραίν, βεβαίως, είχε θεραπεύσει τον Ταμ —ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν τα πράγματα― αλλά υπήρχαν κι όλες αυτές οι ιστορίες. Ήταν αρκετά δύσκολο να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με μία Άες Σεντάι, αλλά να πάει σε μια πόλη γεμάτη... Και ακόμα δεν είχε ζητήσει την πληρωμή της. Πάντα υπήρχε κάποιο αντίτιμο, έτσι έλεγαν οι ιστορίες.

“Πόσο ακόμα θα κοιμάται οι πατέρας μου;” ρώτησε τελικά. “Πρέπει... πρέπει να του το πω. Δεν κάνει να ξυπνήσει και να δει ότι έφυγα”. Του φάνηκε πως άκουσε τον Λαν να βγάζει ένα στεναγμό ανακούφισης. Κοίταξε τον Πρόμαχο με περιέργεια, αλλά το πρόσωπο του Λαν ήταν ανέκφραστο, όπως πάντα.