“Είναι απίθανο να ξυπνήσει πριν την αναχώρησή μας”, είπε η Μουαραίν. “Σκοπεύω να φύγουμε μόλις πυκνώσει το σκοτάδι. Ακόμα και καθυστέρηση μιας μόνο μέρας ίσως είναι μοιραία. Θα είναι καλύτερα να του αφήσεις ένα σημείωμα”.
“Μέσα στη νύχτα;” είπε με αμφιβολία ο Ραντ και ο Λαν ένευσε.
“Ο Ημιάνθρωπος σύντομα θα ανακαλύψει ότι φύγαμε. Δεν υπάρχει λόγος να τον διευκολύνουμε”.
Ο Ραντ πήρε να στρώνει τι κουβέρτες του πατέρα του. Ήταν μακρύς ο δρόμος για την Ταρ Βάλον. “Σ’ αυτή την περίπτωση... Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να πάω να βρω τον Ματ και τον Πέριν”.
“Εγώ θα το φροντίσω αυτό”. Η Μουαραίν σηκώθηκε όρθια, με μια ζωηρή κίνηση και φόρεσε το μανδύα της με ανανεωμένο σφρίγος. Άγγιξε τον ώμο του και ο Ραντ προσπάθησε να μην αποτραβηχτεί. Δεν τον έσφιξε, αλλά μια σιδερένια λαβή τον σταμάτησε, τόσο σίγουρα όσο ένα διχαλωτό ξύλο κρατούσε φίδι. “Θα είναι καλύτερα αν τα κρατήσουμε όλα αυτά μεταξύ μας. Καταλαβαίνεις; Οι ίδιοι που ζωγράφισαν το Δόντι του Δράκοντα στην πόρτα του πανδοχείου ίσως δημιουργήσουν φασαρίες, αν το μάθουν”.
“Καταλαβαίνω”. Ανάσανε ανακουφισμένος, όταν η Μουαραίν πήρε το χέρι της από πάνω του.
“Θα πω στην κυρά αλ’Βερ να σου φέρει κάτι να φας”, συνέχισε να λέει η Μουαραίν, σαν να μην είχε προσέξει την αντίδρασή του. “Ύστερα θα πρέπει να κοιμηθείς. Θα είναι σκληρό το αποψινό ταξίδι, ακόμα κι αν είσαι ξεκούραστος”.
Η πόρτα έκλεισε πίσω τους και ο Ραντ στάθηκε, κοιτάζοντας τον Ταμ — κοιτάζοντας τον Ταμ, μα μην βλέποντας τίποτα. Μόνο εκείνη τη στιγμή είχε συνειδητοποιήσει πως το Πεδίο του Έμοντ ήταν κομμάτι του, όπως ο ίδιος ήταν μέρος του χωριού. Το συνειδητοποιούσε τώρα, επειδή ήξερε ότι αυτό είχε κοπεί από μέσα του. Ο Ραντ ήταν τώρα κάτι ξέχωρο από το χωριό. Τον ήθελε ο Ποιμένας της Νυκτός. Ήταν αδύνατον —απλώς ένας αγρότης ήταν― μα οι Τρόλοκ είχαν έρθει και ο Λαν είχε δίκιο σε κάτι. Δεν μπορούσε να βάλει το χωριό σε κίνδυνο, ποντάροντας στην πιθανότητα να έκανε λάθος η Μουαραίν. Δεν μπορούσε ούτε καν να μιλήσει σε κάποιον οι Κόπλιν πραγματικά θα προκαλούσαν φασαρίες. Έπρεπε να εμπιστευθεί μια Άες Σεντάι.
“Μην τον ξυπνήσεις τώρα”, ακούστηκε η φωνή της κυράς αλ’Βερ, καθώς ο δήμαρχος έκλεινε την πόρτα πίσω τους. Ο δίσκος στα χέρια της, που ήταν σκεπασμένος με ένα πανί, ανέδιδε υπέροχες, ζεστές ευωδιές. Τον ακούμπησε στο σεντούκι και μετά τράβηξε, με σταθερή κίνηση, τον Ραντ από το κρεβάτι.
“Η κυρά Μουαραίν μου είπε τι του χρειάζεται”, είπε η κυρά αλ’Βερ με απαλή φωνή, “και δεν θα του κάνει καλό, αν σωριαστείς πάνω του κατάκοπος. Σου έφερα λίγο φαγητό. Μην κρυώσει”.
“Μακάρι να μην την έλεγες έτσι”, είπε ευέξαπτα ο Μπραν. “Το σωστό είναι “Μουαραίν Σεντάι”. Μπορεί να θυμώσει”.
Η κυρά αλ’Βερ του χάιδεψε το μάγουλο. “Αυτό θα το φροντίσω εγώ. Κάτσαμε και μιλήσαμε πολύ οι δυο μας. Και πιο χαμηλά τη φωνή σου. Αν ξυπνήσεις τον Ταμ θα έχεις να κάνεις και με μένα και με τη Μουαραίν Σεντάι”. Πρόφερε τον τίτλο της Μουαραίν με τόση έμφαση, που έκανε την επιμονή του Μπραν να φαντάζει ανόητη. “Μη μπλέκεστε στα πόδια μου”. Μ’ ένα ζεστό χαμόγελο στον άνδρα της, στράφηκε προς το κρεβάτι και τον Ταμ.
Ο αφέντης αλ’Βερ κοίταξε τον Ραντ, συγχυσμένος. “Είναι Άες Σεντάι. Οι μισές γυναίκες του χωριού κάνουν λες και κάθεται στον Κύκλο των Γυναικών και οι υπόλοιπες σαν να είναι Τρόλοκ. Ούτε μια δεν καταλαβαίνει ότι πρέπει να προσέχεις, όταν έχεις να κάνεις με Άες Σεντάι. Οι άντρες μπορεί να την κοιτάνε λοξά, όμως, τουλάχιστον, δεν κάνουν κάτι που να την προκαλέσει”.
Να προσέχω, σκέφτηκε ο Ραντ. Ακόμα και τώρα, ας αρχίσω να προσέχω όταν είμαι κοντά της. “Αφέντη αλ’Βερ”, είπε αργά, “ξέρεις πόσα αγροκτήματα δέχθηκαν επίθεση;”
“Μόνο δύο, απ’ ό,τι άκουσα ως τώρα, μαζί με το δικό σας”. Ο δήμαρχος κοντοστάθηκε, έσμιξε τα φρύδια, ύστερα σήκωσε τους ώμους. “Δεν φαίνονται πολλά, σε σύγκριση με όσα έγιναν εδώ. Θα ’πρεπε να χαίρομαι γι’ αυτό, αλλά... Ε, μάλλον θα μάθουμε κι άλλα νέα σήμερα”.
Ο Ραντ αναστέναξε. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσει ποια αγροκτήματα. “Εδώ στο χωριό, μήπως... θέλω να πω, υπάρχει τίποτα που να δείχνει τι ήθελαν;”
“Τι ήθελαν, αγόρι μου; Δεν ξέρω να ήθελαν τίποτα, εκτός, ίσως, από το να μας σκοτώσουν όλους. Όλα ήταν όπως είπα. Τα σκυλιά γάβγιζαν και η Μουαραίν Σεντάι και ο Λαν έτρεχαν στους δρόμους και μετά κάποιος φώναξε ότι το σπίτι του αφέντη Λούχαν και το σιδεράδικο είχαν πιάσει φωτιά. Το σπίτι του Άμπελ Κώθον λαμπάδιασε — παράξενο αυτό· είναι, σχεδόν, στο κέντρο του χωριού. Τέλος πάντων, μετά οι Τρόλοκ χίμηξαν ανάμεσά μας. Όχι, δεν νομίζω ότι ήθελα ν τίποτα”. Γέλασε ξερά και σταμάτησε, κοιτάζοντας ανήσυχα τη γυναίκα του. Εκείνη δεν τον κοίταξε και συνέχισε να φροντίζει τον Ταμ. “Για να πω την αλήθεια”, συνέχισε πιο χαμηλόφωνα, “έμοιαζαν κι αυτοί εξίσου μπερδεμένοι με μας. Αμφιβάλω αν περίμεναν να βρουν μια Άες Σεντάι εδώ πέρα, ή έναν Πρόμαχο”.