Выбрать главу

“Φαντάζομαι πως όχι”, είπε ο Ραντ, κάνοντας μια γκριμάτσα.

Αν η Μουαραίν του είχε πει αλήθεια γι’ αυτό, μάλλον είχε πει αλήθεια και για τα υπόλοιπα. Για μια στιγμή σκέφτηκε να ρωτήσει τη συμβουλή του δημάρχου, αλλά, προφανώς, ο αφέντης αλ’Βερ δεν ήξερε πιο πολλά για τις Άες Σεντάι από τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού. Εκτός αυτού, ο Ραντ, δίσταζε να πει, ακόμα και στον δήμαρχο, τι συνέβαινε — τι του είχε πει η Μουαραίν ότι συνέβαινε. Έτριψε με τον αντίχειρά του τη λαβή του σπαθιού. Ο πατέρας του είχε πάει εκεί έξω θα ’πρεπε να ξέρει κάτι παραπάνω από τον δήμαρχο για τις Άες Σεντάι. Αλλά, αν ο Ταμ στ’ αλήθεια είχε βγει έξω από τους Δύο Ποταμούς, τότε ίσως εκείνο που είχε πει στο Δυτικό Δάσος... Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του, διώχνοντας αυτές τις σκέψεις.

“Χρειάζεσαι ύπνο, παλικάρι μου”, είπε ο δήμαρχος.

“Ναι”, πρόσθεσε η κυρά αλ’Βερ. “Κοντεύεις να πέσεις κάτω ξερός”.

Ο Ραντ την κοίταξε έκπληκτος, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Δεν είχε προσέξει καν ότι είχε φύγει από το πλευρό του πατέρα του. Πραγματικά, χρειαζόταν ύπνο· η σκέψη και μόνο τον έκανε να χασμουρηθεί.

“Πάρε το κρεβάτι στο διπλανό δωμάτιο”, είπε ο δήμαρχος. “Η φωτιά είναι αναμμένη”.

Ο Ραντ κοίταξε τον πατέρα του· ο Ταμ ακόμα κοιμόταν βαθιά κι αυτό τον έκανε να χασμουρηθεί ξανά. “Θα προτιμούσα να μείνω εδώ, αν δεν σας πειράζει. Για να είμαι κοντά του, όταν ξυπνήσει”.

Όσα είχαν να κάνουν με αρρώστους ανήκαν στην αρμοδιότητα της κυράς αλ’Βερ και ο δήμαρχος τα άφηνε πάνω της. Δίστασε για μια στιγμή, πριν γνέψει. “Αλλά να τον αφήσεις να ξυπνήσει μόνος του. Αν τον ενοχλήσεις στον ύπνο του...” Προσπάθησε να της πει ότι θα ακολουθούσε τις διαταγές της, όμως οι λέξεις σκόνταψαν σε άλλο ένα χασμουρητό. Εκείνη κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας. “Όπου να ’ναι θα κοιμηθείς κι εσύ. Αν πρέπει να μείνεις εδώ, ζάρωσε κοντά στη φωτιά. Και πιες λίγο ζωμό βοδινού, πριν αποκοιμηθείς”.

“Θα πιω”, είπε ο Ραντ. Θα συμφωνούσε για όλα, αρκεί να έμενε στο δωμάτιο. “Και δεν θα τον ξυπνήσω”.

“Μην τολμήσεις”, του είπε σταθερά η κυρά αλ’Βερ, αλλά όχι με αγένεια. “Θα σου φέρω μαξιλάρι και κουβέρτες”.

Όταν τελικά η πόρτα έκλεισε πίσω του, ο Ραντ τράβηξε τη μοναδική καρέκλα του δωματίου κοντά στο κρεβάτι και κάθισε, έτσι ώστε να βλέπει τον Ταμ. Καλά έλεγε η κυρά αλ’Βερ για ύπνο —τα σαγόνια του έτριξαν, καθώς προσπαθούσε να μη χασμουρηθεί- αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί ακόμα. Ο Ταμ ίσως ξυπνούσε ανά πάσα στιγμή και ίσως να μην έμενε ξύπνιος για ώρα. Ο Ραντ έπρεπε να τον περιμένει.

Έκανε μια γκριμάτσα και στριφογύρισε στην καρέκλα, βγάζοντας αφηρημένα τη λαβή του σπαθιού από τα πλευρά του. Ακόμα δεν ένιωθε καλά, που θα έλεγε σε κάποιον αυτά που του είχε πει η Μουαραίν, αλλά, στο κάτω-κάτω, αυτός ήταν ο Ταμ. Ήταν ο... Δίχως να το καταλάβει, έσφιξε τα δόντια με αποφασιστικότητα. Ο πατέρας μου. Μπορώ να πω στον πατέρα μου τα πάντα.

Έστριψε λίγο ακόμα στην καρέκλα και ακούμπησε το κεφάλι στη ράχη της. Ο Ταμ ήταν ο πατέρας του και κανένας δεν θα του έλεγε τι να πει και τι να μην πει στον πατέρα του. Απλώς έπρεπε να μείνει ξύπνιος, μέχρι να σηκωθεί ο Ταμ. Απλώς έπρεπε να...

9

Οι Διηγήσεις του Τροχού

Η καρδιά του Ραντ βροντοχτυπούσε καθώς έτρεχε και τα μάτια του ατένιζαν με απόγνωση τους γυμνούς λόφους, που τον κύκλωναν. Αυτό δεν ήταν απλώς ένα μέρος στο οποίο η άνοιξη αργούσε να έρθει· εδώ ποτέ δεν είχε έρθει η άνοιξη, και ποτέ δεν θα ερχόταν. Τίποτα δεν φύτρωνε στο κρύο χώμα, που άφηνε ξερούς κρότους κάτω από τις μπότες του, ούτε καν λειχήνες. Προσπέρασε βράχια, δυο φορές ψηλότερα από το μπόι του· σκόνη αγκάλιαζε την επιφάνειά τους, σαν να μην τα είχε αγγίξει ποτέ ούτε στάλα βροχής. Ο ήλιος ήταν μια πρησμένη μπάλα, κόκκινη σαν αίμα, πιο φλογισμένη κι από την πιο καυτή μέρα του καλοκαιριού και τόσο φωτεινή που τσουρούφλιζε τα μάτια του, αλλά στεκόταν μόνη, κόντρα σε έναν μολυβένιο ουρανό, όπου σύννεφα με σκληρό μαύρο κι ασημί χρώμα μαίνονταν κι έβραζαν, σε όλους τους ορίζοντες. Παρά τα στροβιλιζόμενα σύννεφα, όμως, ούτε μια πνοή δεν άγγιζε τη γη και, σε πείσμα του σκυθρωπού ήλιου, ο αέρας ήταν παγωμένος, όπως το καταχείμωνο.

Ο Ραντ κοίταζε συχνά πάνω από τον ώμο του καθώς έτρεχε, αλλά δεν μπορούσε να δει τους διώκτες του. Μόνο έρημοι λόφοι και μαύρα βουνά με ακανόνιστες κοφτές ράχες, υπήρχαν και από πολλές κορυφές ξεπρόβαλλαν ψηλά μαύρα νέφη, που ανέβαιναν για να ενωθούν με τα φουσκωμένα σύννεφα. Παρ’ όλο που δεν έβλεπε τους διώκτες του, όμως, μπορούσε να τους ακούσει· ούρλιαζαν πίσω του, με λαρυγγώδεις φωνές, που υψώνονταν με την απόλαυση του κυνηγιού, ούρλιαζαν, από τη χαρά του αίματος που θα γεύονταν. Τρόλοκ. Τον πλησίαζαν και η δύναμή του είχε σχεδόν εξαντληθεί.