Выбрать главу

Γοργά κι απελπισμένα, ανέβηκε στην κορυφή μιας κοφτερής πλαγιάς κι έπειτα έπεσε στα γόνατα μ’ ένα βογκητό. Μπροστά του υπήρχε ένα απόκρημνο πέτρινο τείχος, ένας γκρεμός πεντακοσίων μέτρων, που κατέληγε σε ένα απέραντο φαράγγι. Αχνιστές ομίχλες σκέπαζαν τον πυθμένα του φαραγγιού και η πυκνή, γκρίζα επιφάνεια τους αναδευόταν με σκοτεινά κύματα, που κυλούσαν και έσπαζαν στο γκρεμό από κάτω του, αλλά πιο αργά από τα κύματα των ωκεανών. Κομμάτια αχλής έλαμπαν, κόκκινα για μια στιγμή, σαν να είχαν ανάψει ξαφνικά μεγάλες φωτιές από κάτω τους και ύστερα έσβηναν. Κεραυνοί μούγκριζαν στα βάθη της κοιλάδας και αστραπές έσκαζαν στη γκριζάδα, χτυπώντας μερικές φορές ψηλά στον ουρανό.

Δεν ήταν η κοιλάδα αυτό που ρουφούσε τη δύναμή του και την αντικαθιστούσε με μια αίσθηση ανημποριάς. Από το κέντρο των μανιασμένων ατμών ξεπηδούσε ένα βουνό, ένα βουνό ψηλότερο από κάθε άλλο που είχε δει στα Όρη της Ομίχλης, ένα βουνό μαύρο, σαν την απώλεια κάθε ελπίδας. Αυτό το ζοφερό, πέτρινο βέλος, η λεπίδα, που κάρφωνε τα ουράνια, ήταν η πηγή της απελπισίας του. Δεν το είχε δει ποτέ του, αλλά το ήξερε. Η ανάμνηση κυλούσε και χανόταν σαν υδράργυρος, όταν προσπαθούσε να την αγγίξει, αλλά ήταν εκεί. Ήξερε πως ήταν εκεί.

Αόρατα δάχτυλα τον άγγιξαν, τράβηξαν τα χέρια και τα πόδια του, προσπάθησαν να τον τραβήξουν στο βουνό. Το σώμα του σπαρτάρισε, έτοιμο να υπακούσει. Τα χέρια και τα πόδια του μαρμάρωσαν, σαν να είχε περάσει από το νου του η σκέψη ότι μπορούσε να χώσει τα δάχτυλα του στην πέτρα. Άυλα νήματα μπλέχτηκαν γύρω από την καρδιά του, τον τράβηξαν, τον κάλεσαν στο βέλος του βουνού. Δάκρια κύλησαν στο πρόσωπό του και σωριάστηκε στο έδαφος. Ένιωσε τη βούληση του να χάνεται, σαν νερό από τρύπιο κουβά. Λίγο ακόμα και θα πήγαινε εκεί που τον καλούσαν. Θα υπάκουγε, θα έκανε ό,τι του έλεγαν. Ξαφνικά, ανακάλυψε άλλο ένα συναίσθημα: το θυμό. Τον έσπρωχναν, τον τραβούσαν, μα δεν ήταν πρόβατο για να τον ρίξουν στο μαντρί. Ο θυμός έγινε ένας σκληρός κόμπος και πιάστηκε από αυτόν, όπως θα πιανόταν από σχεδία σε πλημμύρα.

Υπηρέτησέ με, ψιθύρισε μια φωνή στην κάλμα του μυαλού του. Μια γνώριμη φωνή. Αν αφουγκραζόταν, σίγουρα θα την καταλάβαινε. Υπηρέτησέ με. Τίναξε το κεφάλι για να τη διώξει από μέσα του. Υπηρέτησε με! Κούνησε τη γροθιά του προς το μαύρο βουνό. “Το Φως να σε κάψει, Σαϊ’τάν!”

Ξαφνικά ένιωσε την οσμή του θανάτου, σχεδόν απτή ολόγυρά του. Μια μορφή πρόβαλε, ψηλά, πάνω του, με μανδύα στο χρώμα του ξεραμένου αίματος, μια μορφή με πρόσωπο... Δεν ήθελε να δει το πρόσωπο που τον κοίταζε. Δεν ήθελε να σκεφτεί αυτό το πρόσωπο. Πονούσε όταν το σκεφτόταν, το μυαλό του γινόταν αναμμένα κούτσουρα. Ένα χέρι τον πλησίασε. Χωρίς να τον νοιάζει, αν θα έπεφτε από το χείλος του γκρεμού, τινάχτηκε μπροστά. Έπρεπε να φύγει. Να φύγει μακριά. Έπεσε, με τα μέλη του να τινάζονται στον αέρα, θέλοντας να ουρλιάξει, χωρίς να βρίσκει ανάσα για το ουρλιαχτό του, καθόλου ανάσα.

Ξαφνικά δεν ήταν πια στη γυμνή γη, δεν έπεφτε. Οι μπότες του πατούσαν γρασίδι, που είχε καφετί χρώμα, όπως το χειμώνα· του θύμισε λουλούδια. Γέλασε σχεδόν, βλέποντας σκόρπια δέντρα και θάμνους, έστω και δίχως φύλλα, που κάλυπταν εδώ κι εκεί την ομαλή πεδιάδα, που τον περικύκλωνε. Στο βάθος ορθωνόταν ένα μοναχικό βουνό, με κορυφή σπασμένη στα δύο, αλλά αυτό το βουνό δεν του προκαλούσε ούτε φόβο ούτε απόγνωση. Ήταν απλώς ένα βουνό, αν και αταίριαστο εδώ, αφού δεν φαινόταν κανένα άλλο.

Ένας φαρδύς ποταμός κυλούσε από το βουνό και σ’ ένα νησί στη μέση εκείνου του ποταμού υπήρχε μια πόλη, από κείνες που υπάρχουν στις ιστορίες των Βάρδων, μια πόλη που την περιέβαλλαν ψηλά τείχη, που έλαμπαν με λευκές και ασημιές αποχρώσεις κάτω από το ζεστό ήλιο. Με ανάμικτη ανακούφιση και αγαλλίαση ξεκίνησε για τα τείχη, για την ασφάλεια και τη γαλήνη, που, με κάποιον τρόπο, ήξερε ότι θα έβρισκε πίσω τους.

Καθώς πλησίαζε, διέκρινε ψηλούς πύργους· πολλοί ενώνονταν με θαυμαστούς διαδρόμους, που ξετυλίγονταν στον αέρα. Ψηλές γέφυρες σχημάτιζαν καμπύλες, από τις δύο όχθες του ποταμού προς την πόλη στο νησί. Ακόμα κι από μακριά μπορούσε να διακρίνει την πέτρα, δουλεμένη σαν δαντέλα σε κείνες τις γέφυρες, που έμοιαζαν υπερβολικά ντελικάτες για να αντισταθούν στα γοργά νερά που χιμούσαν από κάτω τους. Πέρα από αυτές τις γέφυρες βρισκόταν ασφάλεια. Καταφύγιο.

Απότομα, ένα ρίγος διέτρεξε τα κόκαλά του· μια δυσάρεστη παγωνιά κουκούλωσε το δέρμα του και ο αέρας γύρω του έγινε δύσοσμος και υγρός. Δίχως να κοιτάξει πίσω άρχισε να τρέχει, να τρέχει μακριά από τον διώκτη του, που με παγωμένα δάχτυλα άγγιζε την πλάτη του και τραβούσε το μανδύα του, να τρέχει μακριά από την φωτοβόρα μορφή, με το πρόσωπο που... Δεν θυμόταν το πρόσωπο, παρά μόνο τον τρόμο. Δεν ήθελε να θυμηθεί το πρόσωπο. Έτρεχε, και το έδαφος περνούσε κάτω από τα πόδια του, οι απαλοί λόφοι και η ίσια πεδιάδα... και ήθελε να ουρλιάξει, σαν σκυλί που έχει τρελαθεί. Η πόλη απομακρυνόταν από μπροστά του. Όσο πιο γρήγορα έτρεχε τόσο πιο βαθιά πήγαιναν οι λευκοί λαμπεροί τοίχοι και το καταφύγιο. Μίκραιναν συνεχώς, ώσπου, στο τέλος, μονάχα μια χλωμή κουκίδα είχε απομείνει στον ορίζοντα. Το κρύο χέρι του διώκτη του έπιασε το κολάρο του. Ήξερε ότι, αν αυτά τα δάχτυλα τον άγγιζαν, θα τρελαινόταν. Ή θα πάθαινε κάτι χειρότερο. Πολύ χειρότερο. Τη στιγμή που ένιωθε αυτή τη βεβαιότητα, σκόνταψε κι έπεσε...