Выбрать главу

“Όχιιιι!” ούρλιαξε.

...και γρύλισε, όταν οι πελεκημένες πλάκες τον χτύπησαν και του έκοψαν την ανάσα. Σηκώθηκε όρθιος, απορώντας. Στεκόταν στην αρχή μιας από τις θαυμαστές γέφυρες, που είχε δει να ορθώνονται πάνω από το ποτάμι. Χαμογελαστοί άνθρωποι περπατούσαν δεξιά κι αριστερά του, άνθρωποι ντυμένοι με τέτοια πληθώρα χρωμάτων, που του θύμισαν χωράφι με αγριολούλουδα. Μερικοί του μίλησαν, αλλά δεν τους καταλάβαινε, αν και οι λέξεις ακούγονταν κάπως γνωστές. Αλλά τα πρόσωπα ήταν φιλικά και οι άνθρωποι του έκαναν νόημα να προχωρήσει, να περάσει τη γέφυρα με τις λεπτοδουλεμένες πέτρες της, προς τους λαμπερούς τοίχους, με τις ασημένιες γραμμές και τους πύργους πιο πέρα. Προς την ασφάλεια, που ήξερε πως τον περίμενε εκεί.

Ακολούθησε το πλήθος, που διάβαινε τη γέφυρα και περνούσε στην πόλη από τις ογκώδεις πύλες των ψηλών, άφθαρτων τειχών. Εκεί μέσα υπήρχε μια χώρα θαυμάτων, όπου και το πιο ταπεινό κτίριο έμοιαζε να είναι παλάτι. Ήταν λες και οι κατασκευαστές είχαν διαταχθεί να πάρουν πέτρες και τούβλα και κεραμίδια και να δημιουργήσουν ομορφιά, που θα έκοβε την ανάσα των θνητών. Δεν υπήρχε κτίριο, ή μνημείο, που να μην αναγκαστεί να το κοιτάξει με γουρλωμένα μάτια. Στους δρόμους ακουγόταν μουσική, εκατό διαφορετικά τραγούδια, που όμως ενώνονταν με τη βουή του πλήθους για να δημιουργήσουν μια μεγαλοπρεπή, χαρμόσυνη αρμονία. Οι μυρωδιές από γλυκά αρώματα και δυνατά μπαχαρικά, από θαυμάσια φαγητά και μυριάδες άνθη κρέμονταν στον αέρα, σαν να είχαν συγκεντρωθεί εδώ όλες οι ευωδιές του κόσμου.

Ο δρόμος, από τον οποίο είχε μπει στην πόλη, πλατύς και στρωμένος με λείες, γκρίζες πέτρες, απλωνόταν μπροστά του με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης. Στο τέλος του ορθωνόταν ένας πύργος, μεγαλύτερος και ψηλότερος από κάθε άλλον στην πόλη, ένας πύργος λευκός, σαν απάτητο χιόνι. Αυτός ο πύργος ήταν το μέρος όπου θα έβρισκε την ασφάλεια και τη γνώση που ζητούσε. Μα πόλη σαν κι αυτήν δεν είχε ονειρευτεί ποτέ πως θα έβλεπε. Δεν θα πείραζε βεβαίως αν καθυστερούσε, λιγάκι μόνο, πριν πάει στον πύργο; Στράφηκε σε ένα στενότερο δρόμο, όπου ταχυδακτυλουργοί βολτάριζαν, ανάμεσα σε πωλητές παράξενων φρούτων.

Μπροστά του, πιο κάτω στο δρόμο, υπήρχε ένας χιονόλευκος πύργος. Ο ίδιος πύργος. Λίγο ακόμα, σκέφτηκε, και έστριψε σε μια άλλη γωνία. Στην άλλη άκρη κι εκείνου του δρόμου βρισκόταν ο λευκός πύργος. Έστριψε πεισματικά σε άλλη μια γωνία και σε άλλη μια, και, κάθε φορά, το βλέμμα του αντάμωνε τον αλαβάστρινο πύργο. Γύρισε για να φύγει τρέχοντας... και σταμάτησε απότομα. Εμπρός του, ο λευκός πύργος. Φοβόταν να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του, φοβόταν μήπως ήταν κι εκεί επίσης.

Τα πρόσωπα γύρω του ήταν ακόμα φιλικά, μα τώρα αποκάλυπταν μια κλονισμένη ελπίδα, μια ελπίδα που είχε τσακιστεί. Ακόμα κι έτσι οι άνθρωποι του έκαναν νόημα να προχωρήσει, χειρονομούσαν ικετευτικά. Προς τον πύργο. Τα μάτια τους άστραφταν από μια απεγνωσμένη ανάγκη και μόνο αυτός μπορούσε να την εκπληρώσει, μόνο αυτός μπορούσε να τους σώσει.

Πολύ καλά, σκέφτηκε. Στο κάτω-κάτω, ήθελε κι αυτός να πάει στον πύργο.

Τη στιγμή που έκανε το πρώτο βήμα μπροστά, η απογοήτευση χάθηκε από τα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω του και χαμόγελα στόλισαν όλα τα πρόσωπα. Προχώρησαν μαζί του και μικρά παιδιά άπλωσαν στο διάβα του πέταλα λουλουδιών. Κοίταξε μπερδεμένος πάνω από τον ώμο του, αναρωτήθηκε για ποιον ήταν τα λουλούδια, μα πίσω του υπήρχαν μόνο χαμογελαστοί άνθρωποι, που τον παρακινούσαν. Μάλλον τα ρίχνουν για μένα, σκέφτηκε, και απόρησε που αυτό δεν τον παραξένευε. Η απορία κράτησε μόνο μια στιγμή, πριν σβήσει· όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι.

Ένας-ένας οι άνθρωποι γύρω του άρχισαν να τραγουδούν, ώσπου όλες οι φωνές υψώθηκαν μαζί σε έναν λαμπρό ύμνο. Και πάλι δεν καταλάβαινε τα λόγια, αλλά κάπου δέκα αλληλένδετες αρμονίες μιλούσαν για αγαλλίαση και λύτρωση. Οι μουσικοί προχωρούσαν μέσα στο πλήθος, συμπληρώνοντας τον ύμνο με φλάουτα και άρπες και τύμπανα σε δέκα διαφορετικά μεγέθη και όλα τα τραγούδια που άκουγε πριν έγιναν ένα αρραγές σύνολο. Κοπέλες χόρευαν γύρω του, άφηναν γιρλάντες με ευωδιαστά μπουμπούκια στους ώμους του, τις περνούσαν γύρω από το λαιμό του. Του χαμογελούσαν και η χαρά τους δυνάμωνε με κάθε του βήμα. Άθελά του, τους αντιγύριζε τα χαμόγελα. Τα πόδια του τον τραβούσαν να μπει κι αυτός στο χορό τους και άρχισε να χορεύει την ίδια στιγμή που το σκέφτηκε και τα βήματα που έκανε ταίριαζαν, σαν να τα ήξερε όλα αυτά από τότε που είχε γεννηθεί. Έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε- τα πόδια του ήταν πιο ελαφρά από κάθε άλλη φορά, καθώς χόρευε με... Δεν θυμόταν το όνομα, αλλά δεν έμοιαζε να έχει σημασία.