Выбрать главу

Είναι το πεπρωμένο σον, ψιθύρισε η φωνή στο κεφάλι του και ο ψίθυρος ήταν μια μελωδία στον παιάνα.

Το πλήθος τον κουβάλησε, σαν να ήταν ο Ραντ ένα κλαράκι στην αφρισμένη κορυφή του κύματος και χύθηκε σε μια πελώρια πλατεία, στο κέντρο της πόλης. Τότε είδε, για πρώτη φορά, ότι ο πύργος ξεκινούσε από ένα μεγάλο παλάτι από χλωμό μάρμαρο, σμιλεμένο μάλλον παρά χτισμένο, με τοίχους που καμπύλωναν και θόλους που άνθιζαν και με λεπτεπίλεπτα κωδωνοστάσια, που χάραζαν τον ουρανό. Η όψη του τον έκανε να αφήσει μια πνιχτή ανάσα με θαυμασμό. Πλατιές σκάλες από άφθαρτη πέτρα ανηφόριζαν από την πλατεία και οι άνθρωποι σταμάτησαν εκεί, στην αρχή τους, αλλά το τραγούδι τους δυνάμωσε και υψώθηκε. Οι παθιασμένες φωνές έδωσαν θάρρος στα πόδια του. Το πεπρωμένο σον, ψιθύρισε η φωνή, επίμονη τώρα, βιαστική.

Δεν χόρευε πια, αλλά δεν σταμάτησε να προχωρά. Ανέβηκε τα σκαλιά χωρίς να διστάσει καθόλου. Εκεί ανήκε.

Ελικοειδή σχήματα στόλιζαν τις ογκώδεις πόρτες στην κεφαλή της σκάλας, τόσο περίπλοκα και ντελικάτα, που δεν μπορούσε να φανταστεί λεπίδα αρκετά λεπτή για να τα χαράξει. Οι πύλες άνοιξαν κι αυτός πέρασε μέσα. Έκλεισαν πίσω του, βροντώντας σαν κεραυνός.

“Σε περιμέναμε”, σφύριξε ο Μυρντράαλ.

Ο Ραντ ανακάθισε απότομα, τρέμοντας και προσπαθώντας να ανασάνει με ανοιχτά τα μάτια. Ο Ταμ ακόμη κοιμόταν στο κρεβάτι. Σιγά-σιγά, η αναπνοή του έγινε πιο αργή. Τα μισοκαμένα κούτσουρα έβγαζαν δυνατή φλόγα στο τζάκι και ένα πυκνό στρώμα από κάρβουνα είχε απλωθεί γύρω από τη σχάρα· όσο κοιμόταν, κάποιος είχε μπει να φροντίσει τη φωτιά. Μια κουβέρτα κειτόταν στα πόδια του, εκεί που είχε πέσει όταν είχε ανακαθίσει. Είχε χαθεί επίσης και το αυτοσχέδιο φορείο και οι μανδύες των δύο τους ήταν κρεμασμένοι κοντά στην πόρτα.

Σκούπισε τον κρύο ιδρώτα από το πρόσωπο του με τρεμάμενο χέρι και αναρωτήθηκε μήπως, ονοματίζοντας τον Σκοτεινό μέσα σε όνειρο, τραβούσες την προσοχή του, όπως αν τον ονομάτιζες φωναχτά.

Έξω είχε σουρουπώσει· το ολοστρόγγυλο φεγγάρι είχε ανέβει αρκετά ψηλά και τα άστρα του δειλινού λαμπύριζαν πάνω από τα Όρη της Ομίχλης. Είχε κοιμηθεί ολόκληρη τη μέρα. Έτριψε ένα πονεμένο σημείο στο πλευρό του. Απ’ ό,τι φαινόταν, είχε κοιμηθεί με τη λαβή του σπαθιού να του τρυπά τα παίδια. Από τη μια το σπαθί, από την άλλη το άδειο στομάχι του και όσα είχαν γίνει τη νύχτα, δεν ήταν παράξενο που είχε δει εφιάλτες.

Η κοιλιά του γουργούρισε δυνατά και ο Ραντ σηκώθηκε μουδιασμένα και πήγε στο τραπέζι, όπου η κυρά αλ’Βερ είχε αφήσει το δίσκο. Τράβηξε την άσπρη πετσέτα. Αν και είχε ώρες που κοιμόταν, ο ζωμός του βοδινού ήταν ακόμα ζεστός, το ίδιο και το ψωμί με την τραγανή κόρα. Ήταν, ολοφάνερα, δουλειά της κυράς αλ’Βερ· είχε πάρει τον πρώτο δίσκο και είχε φέρει άλλον. Όταν αποφάσιζε πως αυτό που χρειαζόσουν ήταν ένα πιάτο ζεστό φαΐ, δεν εγκατέλειπε τον αγώνα, παρά μόνο όταν χόρταινες.

Ο Ραντ ήπιε λίγο ζωμό, έβαλε με βιάση λίγο κρέας και τυρί ανάμεσα σε δύο κομμάτια ψωμιού και άρχισε να τρώει μπουκώνοντας το στόμα του. Καταπίνοντας μεγάλες μπουκιές, ξαναπήγε στο κρεβάτι.

Η κυρά αλ’Βερ προφανώς είχε φροντίσει και τον Ταμ. Του είχαν βγάλει τα ρούχα και τώρα έστεκαν καθαρά και διπλωμένα σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι και μια κουβέρτα τον σκέπαζε ως το σαγόνι. Όταν ο Ραντ άγγιξε το μέτωπο του πατέρα του, ο Ταμ άνοιξε τα μάτια.

“Εδώ είσαι, αγόρι μου. Η Μάριν είπε ότι ήσουν εδώ, αλλά δεν μπορούσα ούτε να ανασηκωθώ για να σε δω. Είπε ότι ήσουν πολύ κουρασμένος και δεν ήθελε να σε ξυπνήσει μόνο και μόνο για να σε δω. Όταν βάλει κάτι στο νου της, ακόμα και ο Μπραν δεν την κάνα ζάφτι”.

Η φωνή του Ταμ ήταν αδύναμη, αλλά το βλέμμα του ήταν διαυγές και σταθερό. Η Άες Σεντάι είχε δίκιο, σκέφτηκε ο Ραντ. Με λίγη ξεκούραση θα γινόταν περδίκι.