“Θα προσέχω”, είπε ο Ραντ. “Απλώς εύχομαι να ήξερα γιατί. Δεν έχει νόημα. Γιατί εμένα; Γιατί εμάς;”
“Κι εγώ εύχομαι να ήξερα, αγόρι μου. Αίμα και στάχτες, μακάρι να ήξερα”. Ο Ταμ αναστέναξε βαριά. “Τέλος πάντων, το σπασμένο αυγό δεν ξαναμπαίνει στο τσόφλι. Πόσο γρήγορα θα φύγετε; Εγώ σε κανά-δυο μέρες θα ξανασταθώ στα πόδια μου και θα δούμε πώς θα κάνουμε καινούργιο κοπάδι. Ο Όρεν Ντώτρυ έχει μερικά καλά ζώα, που ίσως να μπορεί να τα δώσει, τώρα που τα λιβάδια έπαθαν ζημιά, το ίδιο και ο Τζον Θέην”.
“Η Μουαραίν... η Άες Σεντάι είπε ότι πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι. Για εβδομάδες, είπε”. Ο Ταμ άνοιξε το στόμα, αλλά ο Ραντ συνέχισε. “Και μίλησε, επίσης, με την κυρά αλ’Βερ”.
“Α, ε λοιπόν τη Μάριν ίσως καταφέρω να την φέρω βόλτα”. Ο Ταμ όμως δεν φαινόταν αισιόδοξος. Έριξε μια διεισδυτική ματιά στον Ραντ. “Έτσι που απέφυγες να απαντήσεις, σημαίνει ότι πρέπει να φύγεις σύντομα. Αύριο; Ή απόψε;”
“Απόψε”, είπε ο Ραντ με χαμηλή φωνή και ο Ταμ ένευσε λυπημένα.
“Ναι. Ε, αν πρέπει να γίνει, καλύτερα να μην καθυστερείς. Αλλά το “για εβδομάδες”, αυτό θα το δούμε”. Τράβηξε τις κουβέρτες του, με μεγαλύτερη ενόχληση παρά δύναμη. “Ίσως να σε ακολουθήσω σε μερικές μέρες. Να σε προφτάσω σ’ αυτόν το δρόμο. Θα δούμε αν η Μάριν μπορέσει να με κρατήσει στο κρεβάτι, όταν θελήσω να σηκωθώ”.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και ο Λαν έχωσε το κεφάλι του στο δωμάτιο. “Αποχαιρέτα τον γρήγορα κι έλα, βοσκέ. Μπορεί να έχουμε φασαρίες”.
“Φασαρίες;” είπε ο Ραντ και ο Πρόμαχος τον κοίταξε ανυπόμονα.
“Βιάσου!”
Ο Ραντ άρπαξε βιαστικά το μανδύα του. Έκανε να λύσει τη ζώνη του σπαθιού, αλλά τότε ο Ταμ του μίλησε.
“Κράτα το. Μάλλον θα το έχεις πιο μεγάλη ανάγκη απ’ όσο εγώ, αν και, Φωτός θέλοντος, δεν θα το χρειαστούμε. Πρόσεχε, παλικάρι μου. Μ’ άκουσες;”
Ο Ραντ αγνόησε το μουγκρητό του Λαν και έσκυψε για να αγκαλιάσει τον Ταμ. “Θα ξανάρθω. Σου το υπόσχομαι”.
“Και βέβαια θα ξανάρθεις”. Ο Ταμ γέλασε. Έσφιξε τον Ραντ αδύναμα και τον χτύπησε στον ώμο. “Το ξέρω. Και θα έχω τα διπλά πρόβατα για να τα περιποιείσαι, όταν ξαναγυρίσεις. Φύγε τώρα, πριν αυτός ο άνθρωπος πάθει αποπληξία ”.
Ο Ραντ προσπάθησε να σταθεί λίγο ακόμα, προσπάθησε να βρει τις λέξεις για την ερώτηση που δεν τολμούσε να κάνει, όμως ο Λαν μπήκε στο δωμάτιο, τον έπιασε από το μπράτσο και τον έσυρε στον διάδρομο. Ο Πρόμαχος είχε φορέσει έναν δερμάτινο θώρακα, που είχε μουντό γκριζοπράσινο χρώμα και επικαλυπτόμενες μεταλλικές φολίδες. Η φωνή του ήταν βραχνή από τον εκνευρισμό.
“Πρέπει να βιαστούμε. Δεν καταλαβαίνεις τι θα πει φασαρίες;”
Έξω από το δωμάτιο περίμενε ο Ματ, με το μανδύα και το παλτό του και το τόξο του. Μια φαρέτρα κρεμόταν από τη μέση του. Κουνιόταν με αγωνία μπρος-πίσω στις πατούσες του και έριχνε συνεχώς ματιές στα σκαλιά, με ανάμικτη ανυπομονησία και φόβο. “Δεν πολυμοιάζει με τις ιστορίες, Ραντ, ε;” είπε βραχνά.
“Τι σόι φασαρίες;” ζήτησε να μάθει ο Ραντ, αλλά ο Πρόμαχος έτρεξε μπροστά του αντί να απαντήσει, κατεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια. Ο Ματ όρμηξε στο κατόπι του, κάνοντας βιαστικά νόημα στον Ραντ να τους ακολουθήσει.
Ο Ραντ φόρεσε το μανδύα του και τους πρόφτασε στο ισόγειο. Μόνο ένα ασθενικό φως έπεφτε στην κοινή αίθουσα· τα μισά κεριά είχαν καεί και τα υπόλοιπα ξεψυχούσαν. Με εξαίρεση τους τρεις τους, ήταν άδεια. Ο Ματ στάθηκε κοντά σε ένα παράθυρο της πρόσοψης, κοιτάζοντας έξω προσέχοντας μην φανεί. Ο Λαν άνοιξε μια χαραμάδα την πόρτα και κοίταξε στην αυλή του πανδοχείου.
Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι κοίταζαν και πήγε κοντά τους. Ο Πρόμαχος του μουρμούρισε να προσέχει, αλλά άνοιξε την πόρτα λιγάκι ακόμα για να μπορέσει να δει και ο Ραντ.
Στην αρχή δεν κατάλαβε τι έβλεπε. Ένα πλήθος χωρικών, κάπου σαράντα, ήταν συνωστισμένοι κοντά στο καμένο κουφάρι της άμαξας του πραματευτή και οι δαυλοί που κρατούσαν μερικοί έδιωχναν τη νύχτα. Η Μουαραίν στεκόταν μπροστά τους, με την πλάτη στο πανδοχείο κι ακουμπούσε, φαινομενικά ανέμελα, στο ραβδί της. Ο Χάρι Κόπλιν στεκόταν μπροστά από το πλήθος, μαζί με τον αδερφό του τον Νταρλ και με τον Μπίλι Κόνγκαρ. Ήταν εκεί και ο Τσεν Μπούι κι έδειχνε αμήχανος. Ο Ραντ ξαφνιάστηκε, βλέποντας τον Χάρι να κουνά τη γροθιά του μπροστά στη Μουαραίν.
“Φύγετε από το Πεδίο του Έμοντ!” φώναξε ο αγρότης με ξινισμένη έκφραση. Μερικές φωνές στο πλήθος το επανέλαβαν, αλλά διστακτικά, και κανείς δεν προχώρησε μπροστά. Ίσως να ήταν διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν μια Άες Σεντάι μέσα από το πλήθος, αλλά κανείς τους δεν ήθελε να ξεχωρίσει. Ειδικά μπροστά σε μια Άες Σεντάι που είχε κάθε λόγο να προσβληθεί.