“Εσείς φέρατε αυτά τα τέρατα!” βρυχήθηκε ο Νταρλ. Ανέμισε ένα δαυλό πάνω από το κεφάλι του και ακούστηκαν κραυγές —“Εσείς τα φέρατε!” και “Είναι δικό σας το φταίξιμο”- που τις άρχισε ο ξάδερφος του ο Μπίλι.
Ο Χάρι έσπρωξε με τον αγκώνα τον Τσεν Μπούι και ο γεροκαλαμοτεχνίτης σούφρωσε τα χείλη και τον κοίταξε λοξά. “Αυτά τα πράγματα... αυτοί οι Τρόλοκ, εμφανίστηκαν μόνο όταν ήρθατε εσείς”, μουρμούρισε ο Τσεν, τόσο χαμηλόφωνα που μετά βίας ακούστηκε. Κούνησε κατηφής το κεφάλι του δεξιά-αριστερά, σαν να ευχόταν να βρισκόταν κάπου αλλού και να έψαχνε δρόμο για να βρεθεί εκεί. “Είσαι μια Άες Σεντάι. Δεν θέλουμε ανθρώπους σαν και του λόγου σου στους Δύο Ποταμούς. Οι Άες Σεντάι όπου πάνε φέρνουν μπελάδες. Αν μείνεις θα έχουμε χειρότερα”.
Ο λόγος του δεν βρήκε ανταπόκριση στους συγκεντρωμένους χωρικούς και ο Χάρι κατσούφιασε εκνευρισμένος. Ξαφνικά άρπαξε το δαυλό του Νταρλ και τον κούνησε προς το μέρος της. “Βγείτε έξω!” φώναξε. “Ειδάλλως θα σας βγάλουμε με τη φωτιά!”
Νεκρική σιγή απλώθηκε, με εξαίρεση το σύρσιμο των ποδιών μερικών χωρικών που αποτραβιούνταν. Οι άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς πολεμούσαν όταν τους επιτίθονταν, αλλά η βία ήταν κάτι ασυνήθιστο και οι απειλές δεν ήταν στο φυσικό τους, πέρα από κάποιες φορές που τύχαινε κανείς να κουνήσει τη γροθιά του. Ο Τσεν Μπούι, ο Μπίλι Κόνγκαρ και οι Κόπλιν έμειναν εκεί μπροστά, μόνοι τους. Ο Μπίλι έδειχνε σαν να ήθελε να οπισθοχωρήσει κι αυτός.
Ο Χάρι ξαφνιάστηκε με την έλλειψη υποστήριξης, αλλά σύντομα συνήλθε. “Βγείτε έξω!” ξαναφώναξε και τον μιμήθηκε ο Νταρλ και πιο αδύναμα ο Μπίλι. Ο Χάρι αγριοκοίταξε τους άλλους. Οι πιο πολλοί από το πλήθος δεν αντίκρισαν το βλέμμα του.
Ξαφνικά, από τις σκιές βγήκαν ο Μπραν αλ’Βερ και ο Χάραλ Λούχαν και σταμάτησαν ξέχωρα και από την Άες Σεντάι και από το πλήθος. Ο δήμαρχος κρατούσε ανέμελα με το ένα χέρι τη μεγάλη ξυλόσφυρα, που την είχε για να βάζει τις κάνουλες στα βαρέλια. “Έριξε κανείς την ιδέα να κάψετε το πανδοχείο μου;” ρώτησε γλυκά.
Οι δύο Κόπλιν έκαναν ένα βήμα πίσω και ο Τσεν Μπούι απομακρύνθηκε από κοντά τους. Ο Μπίλι Κόνγκαρ βούτηξε στο πλήθος. “Όχι αυτό”, είπε γοργά ο Νταρλ. “Δεν είπαμε τίποτα τέτοιο, Μπραν... ε, δήμαρχε”.
Ο Μπραν ένευσε. ” Μήπως τότε σας άκουσα να απειλείτε ότι θα πειράξετε καλεσμένους του πανδοχείου μου;”
“Είναι μια Άες Σεντάι”, άρχισε να λέει θυμωμένα ο Χάρι, αλλά τα λόγια του κόπηκαν απότομα όταν κουνήθηκε ο Χάραλ Λούχαν.
Ο σιδεράς απλώς τεντώθηκε, σήκωσε τα χοντρά του μπράτσα πάνω από το κεφάλι του, έσφιξε τις ογκώδεις γροθιές του, ώσπου ακούστηκαν τα κόκαλα των δακτύλων του να τρίζουν, αλλά ο Χάρι κοίταξε τον γεροδεμένο άντρα σαν να είχε κουνήσει τις γροθιές του κάτω από τη μύτη του. Ο Χάραλ σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. “Με συγχωρείς, Χάρι. Δεν ήθελα να σε διακόψω. Τι έλεγες;”
Αλλά ο Χάρι, με τους ώμους καμπουριασμένους, σαν να προσπαθούσε να ζαρώσει και να εξαφανιστεί, δεν φαινόταν να έχει να πει κάτι παραπάνω.
“Απορώ μαζί σας”, είπε βροντερά ο Μπραν. “Πάετ αλ’Κάαρ, χθες βράδυ ο γιος σου είχε σπάσει το πόδι του, αλλά σήμερα τον είδα να περπατά — χάρη σ’ αυτήν. Γιούαρντ Κάντγουιν, ήσουν ξαπλωμένος μπρούμυτα με μια χαρακιά στην πλάτη σου, σαν ψάρι για καθάρισμα, μέχρι που σ’ άγγιξε αυτή. Τώρα μοιάζει να έγινε πριν ένα μήνα και, αν δεν λαθεύω, η ουλή δύσκολα θα φαίνεται. Κι εσύ, Τσεν”. Ο καλαμοτεχνίτης έκανε να χαθεί στο πλήθος, αλλά σταμάτησε, παγιδευμένος κι αμήχανος μπροστά στη ματιά του Μπραν. “Όποιο μέλος του Συμβουλίου κι αν έβλεπα εδώ θα σοκαριζόμουν, Τσεν, αλλά μ’ εσένα ακόμα περισσότερο. Το χέρι σου θα κρεμόταν άχρηστο στο πλευρό σου, όλο καψίματα και μελανιές, αν δεν ήταν αυτή. Μπορεί να μην νιώθεις ευγνωμοσύνη, αλλά δεν νιώθεις ούτε ντροπή;”
Ο Τσεν μισοσήκωσε το δεξί του χέρι, έπειτα τράβηξε από κει το βλέμμα θυμωμένα. “Δεν μπορώ να αρνηθώ ό,τι έκανε”, μουρμούρισε και φάνηκε να ντρέπεται. “Βοήθησε και μένα, και άλλους”, συνέχισε ικετευτικά, “αλλά είναι Άες Σεντάι, Μπραν. Αν αυτοί οι Τρόλοκ δεν ήρθαν εξαιτίας της, τότε γιατί ήρθαν; Δεν θέλουμε καμία σχέση με τις Άες Σεντάι στους Δύο Ποταμούς. Ας μην μας φέρνουν τις φασαρίες τους”.
Μερικοί άνδρες, ασφαλείς μέσα στο πλήθος, φώναξαν κι αυτοί. “Δεν θέλουμε τις φασαρίες των Άες Σεντάι!” “Διώξτε την!” “Πετάξτε την έξω!” “Γιατί ήρθαν, αν δεν ήρθαν εξαιτίας της;”
Το πρόσωπο του Μπραν σκοτείνιασε, αλλά, πριν αυτός μιλήσει, η Μουαραίν ξαφνικά στριφογύρισε το ραβδί με τις σμιλεμένες κληματσίδες πάνω από το κεφάλι της, γυρίζοντάς το και με τα δύο χέρια. Ο Ραντ άφησε μια κοφτή ανάσα, το ίδιο και οι υπόλοιποι χωρικοί, καθώς λευκές φλόγες που σφύριζαν πετάχτηκαν, μια από κάθε άκρη του ραβδιού, ευθεία ψηλά σαν λόγχες κι ασάλευτες, παρά την περιστροφή του ραβδιού. Ακόμα και ο Μπραν και ο Χάραλ απομακρύνθηκαν από τη Μουαραίν. Εκείνη κατέβασε τα χέρια της ευθεία μπροστά της, με το ραβδί παράλληλο προς το έδαφος, αλλά η χλωμή φωτιά ακόμα ανάβλυζε, λαμπρότερη από τους πυρσούς. Οι άνθρωποι οπισθοχώρησαν και σήκωσαν τα χέρια, για να προστατέψουν τα μάτια τους από τον πόνο αυτής της εκτυφλωτικής λάμψης.