“Έτσι κατάντησε το αίμα του Ήμον;” Η φωνή της Άες Σεντάι δεν ήταν δυνατή, αλλά έπνιξε κάθε άλλο ήχο. “Ανθρωπάκια που τσακώνονται για το δικαίωμα να κρύβονται σαν λαγοί; Ξεχάσατε ποιοι ήσασταν, ξεχάσατε τι ήσασταν, ήλπιζα όμως ότι θα είχε απομείνει κάποιο ίχνος, κάποια μνήμη στο αίμα και τα κόκαλα. Ένα απομεινάρι, που να σας δώσει κουράγιο για τη μεγάλη νύχτα που έρχεται”.
Κανένας δεν μίλησε. Οι δύο Κόπλιν έδειχναν σαν να μην ήθελαν να ξανανοίξουν το στόμα τους, ποτέ.
Ο Μπραν είπε, “Ξεχάσαμε ποιοι ήμασταν; Είμαστε αυτοί που ήμασταν πάντα. Τίμιοι αγρότες και τεχνίτες. Άνθρωποι των Δύο Ποταμών”.
“Στο νότο”, είπε η Μουαραίν, “βρίσκεται το ποτάμι που λέτε Λευκό Ποταμό, αλλά, μακριά στην ανατολή, οι άνθρωποι το αποκαλούν με το σωστό όνομά του. Μανεθερεντρέλε. Στην Παλιά Γλώσσα, Ύδατα του Οίκου του Όρους. Κελαρυστά νερά, που κάποτε διέσχιζαν μια χώρα γενναιότητας κι ομορφιάς. Πριν από δυο χιλιάδες χρόνια ο Μανεθερεντρέλε κυλούσε πλάι στα τείχη μιας ορεινής πόλης, τόσο όμορφης στην όψη, που λιθοξόοι της Ογκίερ έρχονταν να δουν και να θαυμάσουν. Χωριά και αγροκτήματα κάλυπταν αυτή την περιοχή και την άλλη επίσης, που αποκαλείτε Δάσος των Σκιών και συνέχιζαν πιο πέρα. Όμως όλοι αυτοί οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι ήταν ο λαός του Οίκου του Όρους, ο λαός της Μανέθερεν.
“Ο Ήμον αλ Κάαρ αλ Θόριν, ο Ήμον ο γιος του Κάαρ του γιου του Θόριν, ήταν ο Βασιλιάς τους και η Έλντριν άυ Έλαν άυ Κάρλαν ήταν η Βασίλισσα τους. Ο Ήμον, ένας άνδρας τόσο άφοβος, που το μεγαλύτερο κοπλιμέντο που μπορούσε να πει κανείς για το κουράγιο κάποιου, ακόμα και μεταξύ εχθρών, ήταν πως είχε την καρδιά του Ήμον. Η Έλντριν, τόσο όμορφη, που έλεγαν ότι τα λουλούδια άνθιζαν μόνο για να την κάνουν να χαμογελάσει. Ανδρεία και κάλλος και σοφία και αγάπη, που δεν θα έσβηνε ούτε με το θάνατο. Κλάψτε, αν έχετε καρδιά, για το χαμό τους, για το χαμό ακόμα και της ανάμνησής τους. Κλάψτε, για το χαμό του αίματος τους”.
Η Μουαραίν σιώπησε, μα κανείς δεν μίλησε. Ο Ραντ κρεμόταν από τα χείλη της, σαν τους άλλους. Όταν ξανακούστηκε η φωνή της, ο Ραντ ρούφηξε τα λόγια της, όπως όλοι.
“Επί δύο αιώνες, σχεδόν, οι Πόλεμοι των Τρόλοκ ρήμαζαν όλες τις γωνιές του κόσμου και όπου μαίνονταν οι μάχες, το λάβαρο με τον Κόκκινο Αετό της Μανέθερεν ήταν στην πρώτη γραμμή. Οι άνδρες της Μανέθερεν ήταν αγκάθι στο πόδι του Σκοτεινού και κεντρί στο χέρι του. Τραγουδήστε για τη Μανέθερεν, που ποτέ δεν θα έκλινε το γόνυ στη Σκιά. Τραγουδήστε για τη Μανέθερεν, το σπαθί που ποτέ δεν θα έσπαζε.
“Ήταν πολύ μακριά οι άνδρες της Μανέθερεν, στο Πεδίο του Μπέκαρ, που λεγόταν το Πεδίο του Αίματος, όταν ήρθαν τα νέα πως ένας στρατός των Τρόλοκ προχωρούσε προς τα σπίτια τους. Ήταν πολύ μακριά για να κάνουν ό,τι άλλο, πέρα από το να περιμένουν να μάθουν για το θάνατο της γης τους, επειδή οι δυνάμεις του Σκοτεινού σκότιευαν να τους αποτελειώσουν. Να ρίξουν τη γερή βαλανιδιά, κόβοντας τις ρίζες της. Ήταν πολύ μακριά για να κάνουν κάτι, πέρα από το να θρηνήσουν. Μα αυτοί ήταν οι άνδρες του Οίκου του Όρους.
Δίχως να διστάσουν, δίχως να σκεφθούν την απόσταση που είχαν να διανύσουν, ξεκίνησαν συντεταγμένοι από το πεδίο της νίκης, λουσμένοι ακόμα στη σκόνη, τον ιδρώτα και το αίμα. Μέρα και νύχτα προήλαυναν, διότι είχαν δει τη φρίκη που άφηνε πίσω του ο στρατός των Τρόλοκ και ούτε ένας ανάμεσά τους δεν μπορούσε να κοιμηθεί, όσο τέτοιος κίνδυνος απειλούσε τη Μανέθερεν. Προχωρούσαν σαν να είχαν τα πόδια τους φτερά, προήλαυναν, όλο και πιο μακριά και πιο γρήγορα απ’ όσο θα ήλπιζαν οι φίλοι και θα φοβούνταν οι εχθροί. Κάθε άλλη φορά εκείνη η προέλαση θα ενέπνεε τραγούδια. Όταν οι στρατοί του Σκοτεινού κατέκλυσαν τα χώματα της Μανέθερεν, οι άνδρες του Οίκου του Όρους στέκονταν μπροστά τους, με τις πλάτες γυρισμένες στον Ταρεντρέλε”.
Ακούστηκαν μερικές ζητωκραυγές, αλλά η Μουαραίν συνέχισε, σα να μην είχε ακούσει. “Η στρατιά που στάθηκε μπροστά στους άνδρες της Μανέθερεν μπορούσε να κάνει και τον γενναιότερο να λιποψυχήσει. Ο ουρανός ήταν μαύρος από τα κοράκια· η γη ήταν μαύρη από Τρόλοκ. Από τους Τρόλοκ και τους ανθρώπινους συμμάχους τους. Τρόλοκ και Σκοτεινόφιλοι κατά δεκάδες δεκάδων χιλιάδων και Άρχοντες του Δέους, που τους διοικούσαν. Τη νύχτα οι φωτιές που άναψαν για να μαγειρέψουν ήταν πιο πολλές από τα άστρα και η αυγή αποκάλυψε το λάβαρο του Μπα’άλζαμον επικεφαλής τους. Ο Μπα’άλζαμον, η Καρδιά του Σκότους. Ένα αρχαίο όνομα για τον Πατέρα του Ψεύδους. Ο Σκοτεινός δεν είχε ελευθερωθεί από τη φυλακή του στο Σάγιολ Γκουλ, γιατί τότε δεν θα άντεχαν μπροστά του ούτε όλοι οι στρατοί της ανθρωπότητας, αλλά υπήρχε εκεί κάποια δύναμη. Ήταν εκεί οι Άρχοντες του Δέους και κάποιο κακό, που έκανε το φωτοβόρο λάβαρο να φαίνεται ταιριαστό και να στέλνει ρίγος στις ψυχές των ανδρών που το αντίκριζαν.