“Ναι, ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Η πατρίδα τους βρισκόταν λίγο πιο πέρα από το ποτάμι. Έπρεπε να εμποδίσουν αυτή τη στρατιά και τη δύναμη που είχε μαζί της, για να μην φτάσει στον Οίκο του Όρους. Ο Ήμον είχε στείλει αγγελιοφόρους. Έλαβε υποσχέσεις για ενισχύσεις, αν άντεχε τρεις μέρες στον Ταρεντρέλε. Αν άντεχε τρεις μέρες ενάντια σε υπέρτερο στρατό, που θα τον τσάκιζε από την πρώτη ώρα. Με κάποιον τρόπο όμως, με αιματηρές επιθέσεις και απεγνωσμένη άμυνα, άντεξαν μια ώρα και δεύτερη και τρίτη. Τρεις μέρες πολεμούσαν και, παρ’ όλο που το πεδίο της μάχης ήταν σαν σφαγείο, δεν επέτρεψαν σε τίποτα να περάσει τον Ταρεντρέλε. Αλλά την τρίτη νύχτα της μάχης ακόμα δεν είχε έρθει βοήθεια, ούτε και αγγελιοφόροι, και συνέχισαν να μάχονται μόνοι τους. Έξι μέρες. Εννιά. Και τη δέκατη μέρα ο Ήμον ένιωσε την πικρή γεύση της προδοσίας. Δεν θα ερχόταν βοήθεια και δεν μπορούσαν να κρατήσουν άλλο το πέρασμα”.
“Τι έκαναν;” ζήτησε να μάθει ο Χάρι. Οι δαυλοί τρεμόπαιζαν στον παγερό αέρα της νύχτας, αλλά κανένας δεν κουκουλώθηκε πιο σφιχτά στο μανδύα του.
“Ο Ήμον πέρασε τον Ταρεντρέλε”, τους είπε η Μουαραίν, “καταστρέφοντας πίσω του τις γέφυρες. Κι έστειλε τα μαντάτα σ’ όλη τη χώρα για να το βάλει ο κόσμος στα πόδια, επειδή ήξερε ότι οι σκοτεινές δυνάμεις, μαζί με την ορδή των Τρόλοκ, θα έβρισκαν τρόπο να περάσουν το ποτάμι. Τη στιγμή που έφευγαν τα νέα, οι Τρόλοκ άρχισαν να το περνούν και οι στρατιώτες της Μανέθερεν πήραν πάλι τα όπλα, για να εξαγοράσουν με τη ζωή τους λίγες ακόμα ώρες και να προλάβουν οι δικοί τους να ξεφύγουν. Από την πόλη της Μανέθερεν, η Έλντριν οργάνωσε τη φυγή του λαού της στα βάθη των δασών και στα καταφύγια των βουνών.
“Μερικοί όμως δεν το έσκασαν. Πρώτα σαν ρυάκι, έπειτα σαν ποτάμι, ύστερα σαν πλημμύρα, οι άνδρες πήγαν όχι σε ασφαλή μέρη, αλλά για να ενταχθούν κι αυτοί στο στρατό που πολεμούσε για τη γη τους. Βοσκοί με τόξα και χωρικοί με δικράνια και ξυλοκόποι με τσεκούρια. Πήγαν και γυναίκες επίσης, σηκώνοντας στον ώμο ό,τι όπλα έβρισκαν και προελαύνοντας στο πλευρό των ανδρών τους. Όσοι έκαναν εκείνο το ταξίδι ήξεραν ότι δεν θα είχαν γυρισμό. Αλλά ήταν η γη τους. Ήταν η γη των πατέρων τους, η οποία θα περνούσε στα παιδιά τους και πήγαν να πληρώσουν το τίμημα. Ούτε μια σπιθαμή χώμα δεν παρέδωσαν, που να μην ήταν μούσκεμα στο αίμα, μα τελικά ο στρατός της Μανέθερεν αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει, να έρθει εδώ, στο μέρος αυτό που τώρα αποκαλείτε Πεδίο του Έμοντ. Κι εδώ τους περικύκλωσαν οι ορδές των Τρόλοκ”.
Τη φωνή της χρωμάτιζαν παγωμένα δάκρια. “Οι νεκροί Τρόλοκ και τα πτώματα των αποστατών ανθρώπων στοιβάζονταν σε σωρούς, μα πάντα έρχονταν κι άλλοι, που περνούσαν αυτούς τους τύμβους των οστών σαν κύματα θανάτου δίχως τέλος. Μία μόνο κατάληξη μπορούσε να υπάρξει. Από τους άνδρες και τις γυναίκες που είχαν σταθεί κάτω από το λάβαρο του Κόκκινου Αετού το χάραμα εκείνης της μέρας, κανένας δεν ζούσε όταν έπεσε η νύχτα. Το σπαθί, που ποτέ δεν θα έσπαζε, είχε γίνει χίλια κομμάτια.
“Στα Όρη της Ομίχλης, μονάχη στην άδεια πόλη της Μανέθερεν, η ’Ελντριν ένιωσε τον Ήμον να πεθαίνει και η καρδιά της πέθανε μαζί του. Κι εκεί που ήταν η καρδιά της τώρα είχε απομείνει μόνο δίψα για εκδίκηση, εκδίκηση για τον αγαπημένο της, εκδίκηση για το λαό της και τη γη της. Ωθούμενη από τη θλίψη άπλωσε στην Αληθινή Πηγή κι εξαπέλυσε τη Μια Δύναμη στο στρατό των Τρόλοκ. Και οι Άρχοντες του Δέους σκοτώθηκαν επί τόπου, είτε ήταν στα μυστικά συμβούλιά τους, είτε καθοδηγούσαν τους στρατιώτες τους. Σε διάστημα μιας ανάσας, οι Άρχοντες του Δέους και οι στρατηγοί της στρατιάς του Σκοτεινού ξέσπασαν σε φλόγες. Η φωτιά κατέφαγε τα σώματά τους και ο τρόμος το νικηφόρο στρατό τους.
“Το έβαλαν στα πόδια, σαν ζώα σε δάσος που έχει ξεσπάσει πυρκαγιά, δίχως άλλη σκέψη, παρά μόνο το πώς θα γλίτωναν. Το έσκασαν με κατεύθυνση το βορρά και το νότο. Χιλιάδες πνίγηκαν, προσπαθώντας να διαβούν τον Ταρεντρέλε δίχως τη βοήθεια των Αρχόντων του Δέους και στον Μανεθερεντρέλε γκρέμισαν τις γέφυρες, έντρομοι στη σκέψη αυτού που ίσως τους ακολουθούσε. Όπου έβρισκαν ανθρώπους έσφαζαν κι έκαιγαν, αλλά η ανάγκη που τους κατείχε ήταν να το σκάσουν. Ώσπου τελικά δεν έμεινε κανείς τους στη γη της Μανέθερεν. Σκόρπισαν, σαν σκόνη σε ανεμοστρόβιλο. Η τελική εκδίκηση ήρθε πιο αργά, μα ήρθε, όταν τους κυνήγησαν άλλοι λαοί, άλλοι στρατοί σε άλλες χώρες. Από κείνους που σκότωσαν ανθρώπους στο Πεδίο του Ήμον, κανείς δεν έμεινε ζωντανός.