“Αλλά το τίμημα ήταν πολύ υψηλό για την Μανέθερεν. Η ’Ελντριν είχε τραβήξει μέσα της, από τη Μία Δύναμη, περισσότερο απ’ όσο μπορούσε κανείς να χειριστεί μόνος του. Όπως πέθαναν οι στρατηγοί του εχθρού, πέθανε κι αυτή και οι φλόγες που την αγκάλιασαν κατέφαγαν την άδεια πόλη της Μανέθερεν, ακόμα και τις πέτρες της, ως κάτω στο ζωντανό βράχο των βουνών. Αλλά οι άνθρωποι είχαν σωθεί.
“Τίποτα δεν είχε μείνει από τα αγροκτήματά τους, τα χωριά τους, ή τη σπουδαία πόλη τους. Κάποιοι θα έλεγαν ότι δεν τους είχε μείνει τίποτα, τίποτα παρά μόνο να φύγουν για άλλες χώρες, όπου θα μπορούσαν να αρχίσουν από την αρχή. Κάτι τέτοιο δεν το ξεστόμισε κανείς. Είχαν πληρώσει τέτοιο τίμημα αίματος και ελπίδας για τη γη τους, που δεν είχε πληρώσει ποτέ κανείς άλλοτε και τώρα ήταν δεμένοι μ’ αυτά τα χώματα, με δεσμά ισχυρότερα ατσαλιού. Κι άλλοι πόλεμοι τους τυράννησαν στα χρόνια που ακολούθησαν, ώσπου στο τέλος η δική τους άκρη του κόσμου ξεχάστηκε και τελικά ξέχασαν τους πολέμους και τα έθιμα του πολέμου. Η Μανέθερεν ποτέ ξανά δεν σήκωσε κεφάλι. Οι ψηλοί πύργοι και τα κελαρυστά σιντριβάνια της έγιναν όνειρο, που σιγά-σιγά ξεθώριασε από τις σκέψεις των ανθρώπων. Μα αυτοί και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους, κράτησαν τη γη που ήταν δική τους. Την κράτησαν, ενώ οι ατέλειωτοι αιώνες ξέπλυναν το γιατί από τη θύμησή τους. Την κράτησαν, ώσπου σήμερα να υπάρχετε εσείς. Κλάψτε για τη Μανέθερεν. Κλάψτε γι’ αυτά που χάθηκαν παντοτινά”.
Οι φωτιές στο ραβδί της Μουαραίν έσβησαν και το χαμήλωσε στο πλευρό της, σαν να ήταν ασήκωτο. Για λίγη ώρα, ο μόνος ήχος ήταν ο αναστεναγμός του ανέμου. Έπειτα, ο Πάετ αλ’Κάαρ πέρασε ανάμεσα από τους Κόπλιν.
“Δεν ξέρω για την ιστορία που λες”, είπε ο αγρότης με το μακρύ σαγόνι. “Δεν είμαι αγκάθι στο πόδι του Σκοτεινού, ούτε και θα γίνω ποτέ, μου φαίνεται. Αλλά ο Γουίλ μου περπατά χάρη σε σένα και γι’ αυτό ντρέπομαι που είμαι εδώ. Δεν ξέρω αν μπορείς να με συγχωρήσεις, αλλά είτε με συγχωρήσεις, είτε όχι, εγώ φεύγω. Αν ρωτάς εμένα, μείνε στο Πεδίο του Έμοντ όσο καιρό θέλεις”.
Σκύβοντας γοργά το κεφάλι, έτσι που έμοιαζε λίγο με υπόκλιση, διέσχισε το πλήθος. Κι άλλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν, προφέροντας ντροπιασμένοι λόγια μεταμέλειας, πριν χαθούν κι αυτοί ένας-ένας. Οι Κόπλιν, πάλι ξινισμένοι και βλοσυροί, κοίταξαν τα πρόσωπα γύρω τους και χάθηκαν στη νύχτα δίχως λέξη. Ο Μπίλι Κόνγκαρ είχε εξαφανιστεί νωρίτερα από τα ξαδέρφια του.
Ο Λαν τράβηξε τον Ραντ πίσω και έκλεισε την πόρτα. “Πάμε να φύγουμε, μικρέ”. Ο Πρόμαχος πήγε προς το πίσω μέρος του πανδοχείου. “Ελάτε εδώ όλοι. Γρήγορα!”
Ο Ραντ κοντοστάθηκε και αντάλλαξε μια ερωτηματική ματιά με τον Ματ. Όσο η Μουαραίν έλεγε την ιστορία της, τα Ντούραν το αφέντη αλ’Βερ δεν θα κατάφερναν να τον τραβήξουν, αλλά τώρα κάτι άλλο τον κρατούσε ακίνητο. Αυτή ήταν η πραγματική αρχή, που θα άφηνε το πανδοχείο και θα ακολουθούσε τον Πρόμαχο μέσα στη νύχτα... Κούνησε το κεφάλι και προσπάθησε να το πάρει απόφαση. Δεν είχε άλλη επιλογή, πέρα από το να φύγει, αλλά θα ξαναρχόταν στο Πεδίο του Έμοντ, όσο μακρύ κι αν ήταν το ταξίδι, όσο κι αν κρατούσε.
“Τι περιμένεις;” ρώτησε ο Λαν από την πόρτα στην πίσω μεριά της κοινής αίθουσας. Ο Ματ τινάχτηκε κι έτρεξε βιαστικά κοντά του.
Ο Ραντ, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι ξεκινούσε μια λαμπρή περιπέτεια, τους ακολούθησε στη σκοτεινή κουζίνα και μετά στο στάβλο.
10
Αναχώρηση
Ένα μοναχικό φανάρι, με μισοκλεισμένα τα τζαμάκια του, κρεμόταν από ένα καρφί στο δοκάρι ενός χωρίσματος για ζώα, ρίχνοντας ένα αδύναμο φως. Βαθιές σκιές έπνιγαν τα περισσότερα χωρίσματα. Όταν ο Ραντ μπήκε στο στάβλο από την είσοδο της αυλής, ακριβώς πίσω από τον Ματ και τον Πρόμαχο, ο Πέριν ανασηκώθηκε απότομα από κει που καθόταν στο σανό, με την πλάτη ακουμπισμένη στο πορτάκι ενός χωρίσματος. Τον τύλιγε ένας βαρύς μανδύας.
Ο Λαν μόλις που στάθηκε για να ρωτήσει απαιτητικά, “Έψαξες όπως σου είπα; σιδερά;”
“Έψαξα”, απάντησε ο Πέριν. “Δεν είναι κανείς εδώ εκτός από μας. Γιατί να κρυφτεί κάποιος—”
“Μεγάλη προσοχή, μεγαλύτερη ζωή, σιδερά”. Ο Πρόμαχος έριξε μια γρήγορη ματιά στις σκιές του στάβλου και στις βαθύτερες σκιές στο πατάρι με το άχυρο και κούνησε το κεφάλι. “Δεν προλαβαίνουμε”, μουρμούρισε, σχεδόν μονολογώντας. “Πρέπει να βιαστούμε, είπε”.