Выбрать главу

Σαν υπάκουγε στα λόγια του, πέρασε γοργά τη λιμνούλα του φωτός και πλησίασε τα δεμένα άλογα, που ήταν ζεμένα και σελωμένα. Τα δύο ήταν ο μαύρος επιβήτορας και η λευκή φοράδα, που είχε ξαναδεί ο Ραντ. Τα άλλα μπορεί να υστερούσαν σε ύψος, ή ομορφιά, αλλά ήταν από τα καλύτερα που υπήρχαν στους Δύο Ποταμούς. Ο Λαν με φούρια άρχισε να ελέγχει τους καταζώστες και τις ίγγλες και τα δερμάτινα λουριά που κρατούσαν τα σακίδια δεξιά κι αριστερά της σέλας, τα φλασκιά και τις κουβέρτες, που ήταν τυλιγμένες ρολό πίσω από τις σέλες.

Ο Ραντ αντάλλαξε τρεμάμενα χαμόγελα με τους φίλους του, βάζοντας τα δυνατά του να φανεί σαν να ήταν πραγματικά ενθουσιασμένος που θα έφευγαν.

Ο Ματ πρόσεξε για πρώτη φορά το σπαθί στη μέση του Ραντ και το έδειξε με το χέρι του. “Πας για Πρόμαχος;” Γέλασε και κατάπιε το γέλιο του ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στον Λαν. Ο Πρόμαχος δεν φάνηκε να το προσέχει. “Ή έστω για φύλακας εμπόρου”, συνέχισε ο Ματ με πλατύ χαμόγελο, κάπως βεβιασμένο. Σήκωσε το τόξο του. “Δεν του κάνουν τα όπλα που έχουν οι τίμιοι άνθρωποι”.

Ο Ραντ σκέφτηκε να επιδείξει το σπαθί, αλλά τον εμπόδισε η παρουσία του Λαν. Ο Πρόμαχος δεν κοίταζε καν προς το μέρος τους, αλλά ο Ραντ ήταν βέβαιος ότι καταλάβαινε ό,τι συνέβαινε γύρω του. Αντίθετα, είπε με επιτηδευμένη ανεμελιά, “Ίσως φανεί χρήσιμο”, λες και ήταν εντελώς φυσιολογικό να φορά σπαθί.

Ο Πέριν έκανε μια κίνηση, προσπαθώντας να κρύψει κάτι κάτω από το μανδύα του. Ο Ραντ είδε για μια στιγμή μια πλατιά δερμάτινη ζώνη γύρω από τη μέση του μαθητευόμενου σιδερά, με μια διχάλα, όπου ήταν χωμένη η λαβή ενός τσεκουριού.

“Τι έχεις εκεί;” ρώτησε.

“Φύλακας εμπόρου, είπαμε”, κορόιδεψε ο Ματ.

Ο νεαρός με τα πυκνά μαλλιά κοίταξε κατσούφικα τον Ματ, με ύφος που έδειχνε ότι είχε βαρεθεί ν’ ακούει τέτοια αστεία και ύστερα βαριαναστέναξε και τίναξε πίσω το μανδύα του για να αποκαλύψει το τσεκούρι. Δεν ήταν κοινό εργαλείο ξυλοκόπου. Στη μια μεριά είχε μια πλατιά λεπίδα, όμοια με μισοφέγγαρο και στην άλλη μια κυρτή αιχμή, έτσι κι αυτό έμοιαζε εκτός τόπου για τους Δύο Ποταμούς, σαν το σπαθί του Ραντ. Όμως το χέρι του Πέριν αναπαυόταν πάνω του με κάποια οικειότητα.

“Ο αφέντης Λούχαν το είχε φτιάξει πριν δυο χρόνια για τον φύλακα ενός αγοραστή μαλλιού. Αλλά, όταν τελείωσε ο άνθρωπος δεν ήθελε να πληρώσει τα συμφωνημένα και ο αφέντης Λούχαν δεν έπαιρνε λιγότερα. Μου το έδωσε, όταν” —έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του, μετά έριξε στον Ραντ την ίδια προειδοποιητική ματιά που είχε ρίξει στον Ματ- “όταν με βρήκε να εξασκούμαι μ’ αυτό. Ας το έπαιρνα, είπε, αφού του ήταν άχρηστο”.

“Εξάσκηση”, είπε χλευαστικά ο Ματ, αλλά σήκωσε τα χέρια συμβιβαστικά, όταν ο Πέριν ύψωσε το κεφάλι. “Όπως το λες. Πάλι καλά που κάποιος από μας ξέρει να κουμαντάρει ένα πραγματικό όπλο”.

“Αυτό το τόξο είναι πραγματικό όπλο”, είπε ξαφνικά ο Λαν. Τύλιξε το χέρι του γύρω από τη σέλα του ψηλού, μαύρου αλόγου του και τους κοίταξε με σοβαρό ύφος. “Το ίδιο και οι σφεντόνες, που είδα να έχουν τα παιδιά του χωριού. Μπορεί να τις χρησιμοποιήσατε μονάχα για να κυνηγήσετε λαγούς, ή να διώξετε το λύκο από τα πρόβατα, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Το κάθε τι μπορεί να γίνει όπλο, αν ο άντρας, ή η γυναίκα που το κρατά έχει το κουράγιο και τη θέληση να το κάνει όπλο. Εκτός από τους Τρόλοκ, αυτό πρέπει να το βάλετε καλά στο μυαλό σας, πριν φύγουμε από τους Δύο Ποταμούς, πριν φύγουμε από το Πεδίο του Έμοντ, αν θέλετε να φτάσετε ζωντανοί στην Ταρ Βάλον”.

Το πρόσωπο και η φωνή του, ψυχρά σαν το θάνατο και σκληρά σαν πρόχειρα σκαλισμένη ταφόπλακα, έκαναν το χαμόγελο και τη γλώσσα τους να παγώσουν. Ο Πέριν έκανε μια γκριμάτσα και ξανασκέπασε το τσεκούρι με το μανδύα. Ο Ματ χαμήλωσε το βλέμμα στα πόδια του και ανακάτεψε τα άχυρα στο έδαφος του στάβλου με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του. Ο Πρόμαχος γρύλισε και καταπιάστηκε πάλι με τη δουλειά του και η σιωπή τράβηξε σε μάκρος.

“Δεν μοιάζει πολύ με τις ιστορίες”, είπε στο τέλος ο Ματ.

“Δεν ξέρω”, είπε ο Πέριν ξινά. “Έχουμε Τρόλοκ, Πρόμαχο, Άες Σεντάι. Τι άλλο θες;”

“Άες Σεντάι”, ψιθύρισε ο Ματ, με τόνο που έδειχνε σαν να είχε κρυώσει ξαφνικά.

“Την πιστεύεις, Ραντ;” ρώτησε ο Πέριν. “Εννοώ, τι να θέλουν από μας οι Τρόλοκ;”

Σαν ένας, κοίταξαν όλοι μαζί τον Πρόμαχο. Ο Λαν φαινόταν να δίνει όλη του την προσοχή στο λουρί της σέλας της λευκής φοράδας, αλλά οι τρεις τους οπισθοχώρησαν προς την πόρτα του στάβλου, μακριά από τον Λαν. Ακόμα και τότε έσκυψαν τα κεφάλια και μίλησαν χαμηλόφωνα.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. “Δεν ξέρω, αλλά είχε δίκιο, λέγοντας ότι τα δικά μας σπίτια ήταν τα μόνα που χτύπησαν οι Τρόλοκ. Και επιτέθηκαν πρώτα στο σπίτι και στο χυτήριο του αφέντη Λούχαν, εδώ στο χωριό. Ρώτησα τον δήμαρχο. Εξίσου λογικό μου φαίνεται να κυνηγούν εμάς”. Ξαφνικά κατάλαβε πως οι άλλοι τον κοίταζαν έντονα.