Выбрать главу

Ο Λαν κοίταξε στο χώρισμα που ήταν η Μπέλα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του. “Ίσως είναι καλύτερη από τα άλλα”, είπε τελικά. “Δεν βλέπω να έχουμε άλλη επιλογή”.

“Τότε θα βολευτούμε μ’ αυτήν”, είπε η Μουαραίν. “Ραντ, βρες σέλα για τη Μπέλα. Γρήγορα! Αρκετά καθυστερήσαμε”.

Ο Ραντ διάλεξε βιαστικά μια σέλα και μια κουβέρτα από το δωμάτιο των εφοδίων και μετά έφερε τη Μπέλα από το χώρισμα της. Η φοράδα τον κοίταξε έκπληκτη και νυσταγμένη, όταν της έβαλε στη ράχη τη σέλα. Συνήθως την καβαλούσε ξεσέλωτη· δεν την είχε συνηθίσει να φορά σέλα. Της έκανε καθησυχαστικούς ήχους, καθώς έσφιγγε το λουρί που περνούσε κάτω από την κοιλιά της και η Μπέλα δέχθηκε αυτή την ασυνήθιστη συμπεριφορά με ένα απλό τίναγμα της χαίτης της.

Πήρε το δέμα της Εγκουέν και το έδεσε πίσω από τη σέλα, ενώ εκείνη ίππευε την Μπέλα και έστρωνε τις φούστες της. Δεν είχαν άνοιγμα για να ιππεύει, έτσι οι μάλλινες κάλτσες της φαίνονταν ως το γόνατο. Φορούσε τα ίδια μαλακά δερμάτινα παπούτσια, όπως όλα τα κορίτσια του χωριού. Δεν ήταν κατάλληλα για να ταξιδέψει κανείς ούτε ως το Λόφο της Βίγλας, πόσο μάλλον ως την Ταρ Βάλον.

“Και πάλι, νομίζω πως δεν έπρεπε να έρθεις”, της είπε. “Αυτά για τους Τρόλοκ δεν τα έλεγα στα κουτουρού. Αλλά υπόσχομαι ότι θα σε προσέχω”.

“Ίσως εγώ να προσέχω εσένα”, απάντησε εκείνη με ανάλαφρο τόνο. Όταν αυτός την κοίταξε εκνευρισμένος, του χαμογέλασε και έσκυψε για να του στρώσει τα μαλλιά. “Ξέρω ότι θα με προσέχεις, Ραντ, Θα προσέχουμε ο ένας τον άλλον. Τώρα όμως πήγαινε στο άλογό σου”.

Ο Ραντ είδε ότι οι άλλοι είχαν ήδη ανέβει στα άλογά τους και τον περίμεναν. Το μόνο άλογο που είχε μείνει χωρίς αναβάτη ήταν ο Κλάουντ, ένα ψηλό γκρίζο άλογο με μαύρη χαίτη και μαύρη ουρά, που ανήκε στον Τζον Θέην. Ο Ραντ ανέβηκε στη σέλα, αν και όχι δίχως δυσκολία. Το γκρίζο άλογο τίναξε το κεφάλι του και έκανε μερικά πλάγια βήματα, όταν ο Ραντ έβαλε το πόδι του στον αναβολέα και η θήκη του σπαθιού του πιάστηκε στα πόδια του. Δεν ήταν τυχαίο που οι φίλοι του είχαν αποφύγει τον Κλάουντ. Ο αφέντης Θέην, μερικές φορές, έτρεχε το ατίθασο γκρίζο άλογο σε αγώνες με τα άλογα των εμπόρων και δεν είχε χάσει ποτέ, απ’ όσο θυμόταν ο Ραντ. Ήξερε όμως ότι ποτέ δεν άφηνε κάποιον να τον καβαλήσει με ευκολία. Ο Λαν πρέπει να είχε προσφέρει μια περιουσία για να πείσει τον μυλωνά να του τον πουλήσει. Όταν ο Ραντ κάθισε στη σέλα, το χοροπηδητό του Κλάουντ δυνάμωσε, λες και το άλογο βιαζόταν να τρέξει. Ο Ραντ έπιασε τα γκέμια με σταθερό χέρι και προσπάθησε να σκεφτεί ότι όλα θα πήγαιναν μια χαρά. Ίσως, αν έπειθε τον εαυτό του, θα έπειθε και το άλογο.

Μια κουκουβάγια άφησε μια κραυγή κάπου έξω στη νύχτα και οι χωρικοί τινάχτηκαν, πριν συνειδητοποιήσουν τι ήταν. Γέλασαν νευρικά και κοιτάχτηκαν ντροπιασμένα.

“Να δείτε που άμα βγουν ποντίκια θ’ ανέβουμε στα δέντρα”, είπε η Εγκουέν μ’ ένα αδύναμο γελάκι.

Ο Λαν κούνησε το κεφάλι. “Καλύτερα να ήταν λύκοι”.

“Λύκοι!” αναφώνησε ο Πέριν κι ο Πρόμαχος του χάρισε μια ανέκφραστη ματιά.

“Οι λύκοι δεν αγαπούν τους Τρόλοκ, σιδερά, και οι Τρόλοκ δεν αγαπούν τους λύκους, ούτε και τα σκυλιά. Αν άκουγα λύκους, θα ήμουν σίγουρος πως δεν υπάρχουν Τρόλοκ να μας περιμένουν εκεί έξω”. Βγήκε από το στάβλο, στη φεγγαρόλουστη νύχτα, με το ψηλό μαύρο άλογό του να προχωρά αργά.

Η Μουαραίν βγήκε πίσω του δίχως στιγμή δισταγμού και η Εγκουέν φρόντισε να μείνει στο πλευρό της Άες Σεντάι. Ακολούθησαν ο Ραντ και ο Βάρδος, με ουραγούς τον Ματ και τον Πέριν.

Η πίσω πλευρά του πανδοχείου ήταν σκοτεινή και σιωπηλή και οι σκιές του φεγγαριού κυμάτιζαν στην αυλή του. Οι απαλοί κρότοι των οπλών έσβηναν γρήγορα, βουλιάζοντας στη νύχτα. Μέσα στο σκοτάδι, ο μανδύας του Πρόμαχου τον έκανε να μοιάζει κι αυτός με σκιά. Μόνο η ανάγκη να τον έχουν μπροστά για να τους οδηγεί, εμπόδισε τους υπόλοιπους να μαζευτούν τριγύρω του. Καθώς πλησίαζαν την πύλη, ο Ραντ σκέφτηκε ότι θα ήταν αρκετά δύσκολο να βγουν από το χωριό δίχως να τους δουν. Ή, τουλάχιστον, χωρίς να τους δουν οι χωρικοί. Αχνό κίτρινο φως χυνόταν από πολλά παράθυρα του χωριού και, παρ’ όλο που η λάμψη τους φάνταζε αδύναμη, έδειχνε μορφές που κινούνταν συχνά, τις μορφές των χωρικών που παρακολουθούσαν για να δουν τι θα έφερνε η νύχτα. Κανείς δεν ήθελε κι άλλη έκπληξη.

Στις πυκνές σκιές πλάι στο πανδοχείο, ακριβώς πριν βγουν από την αυλή, ο Λαν σταμάτησε ξαφνικά και τους έκανε απότομα νόημα να κάνουν σιωπή.

Μπότες ήχησαν στη Γέφυρα των Κάρων και εδώ κι εκεί στη γέφυρα το φως του φεγγαριού λαμπύρισε πάνω σε μέταλλο. Οι μπότες βρόντηξαν στη γέφυρα, έτριξαν στα πετραδάκια και πλησίασαν το πανδοχείο. Κανένας ήχος δεν ακούστηκε από αυτούς που περίμεναν στη σκιά. Ο Ραντ υποπτεύθηκε πως οι φίλοι του, ίσως όχι μόνο αυτοί, ήταν τόσο φοβισμένοι που δεν σάλευαν. Όπως κι ο ίδιος.