Τα βήματα σταμάτησαν μπροστά στο πανδοχείο, στη γκριζάδα λίγο πέρα από το αμυδρό φως των παράθυρων της κοινής αίθουσας. Ο Ραντ είδε ποιοι ήταν μόνο όταν ο Τζον Θέην έκανε ένα βήμα μπροστά, μ’ ένα δόρυ ακουμπισμένο στο γερό ώμο του, φορώντας ένα παλιό δερμάτινο γιλέκο με ραμμένους ατσάλινους δίσκους. Ήταν καμιά δεκαριά άνδρες του χωριού και από τις γύρω φάρμες, μερικοί με κράνη, ή τμήματα αρματωσιάς, που κείτονταν σκονισμένα στις σοφίτες τους εδώ και πολλές γενιές, όλοι τους κρατώντας δόρυ, ή τσεκούρι, ή σκουριασμένο λογχοπέλεκυ.
Ο μυλωνάς κοίταξε μέσα από ένα παράθυρο την κοινή αίθουσα, ύστερα στράφηκε στους άλλους, λέγοντας κοφτά, “Όλα φαίνονται εντάξει εδώ”. Οι άλλοι σχημάτισαν δύο άτακτους στοίχους πίσω του και οι άνδρες της περιπόλου προήλασαν στη νύχτα, σαν να άκουγαν τρεις διαφορετικούς ρυθμούς στα τύμπανα.
“Δύο Ντά’βολ Τρόλοκ θα τους έκαναν μια χαψιά”, μουρμούρισε ο Λαν, όταν έσβησε ο ήχος από τις μπότες τους, “αλλά έχουν μάτια και αυτιά”. Γύρισε πίσω τον επιβήτορά του. “Ελάτε”.
Αργά, σιωπηλά, ο Πρόμαχος τους οδήγησε και πέρασαν την αυλή του στάβλου, κατέβηκαν την όχθη περνώντας ανάμεσα στις ιτιές και μπήκαν στο Νερό της Οινοπηγής. Τόσο κοντά στην Οινοπηγή και το κρύο νερό που γοργοκυλούσε λαμπύριζε, καθώς στροβιλιζόταν γύρω από τα πόδια των αλόγων και ήταν τόσο βαθύ που έγλειφε τις σόλες από τις μπότες των καβαλάρηδων.
Τα άλογα βγήκαν στην αντίπερα όχθη και προχώρησαν το ένα πίσω από το άλλο με τις εύστοχες οδηγίες του Πρόμαχου, μακριά από τα σπίτια του χωριού. Μερικές φορές, ο Λαν σταματούσε και τους έκανε νόημα να μείνουν σιωπηλοί, αν και κανείς τους δεν είχε προλάβει να δει, ή να ακούσει κάτι. Κάθε φορά που το έκανε, όμως, δεν αργούσε να περάσει άλλη μια περίπολος από χωρικούς και αγρότες. Έτσι προχώρησαν προς το βόρειο άκρο του χωριού.
Ο Ραντ κοίταξε τα σπίτια με τις μυτερές στέγες στο σκοτάδι, για να τις χαράξει στη μνήμη του. Είμαι ό,τι πρέπει για περιπέτειες, σκέφτηκε. Καλά-καλά δεν είχε βγει από το χωριό και ήδη ένιωθε νοσταλγία. Μα δεν σταμάτησε να κοιτάζει.
Πέρασαν τις τελευταίες αγροικίες στα περίχωρα του χωριού και βγήκαν στην εξοχή, παίρνοντας πορεία παράλληλη με το Βόρειο Δρόμο που οδηγούσε στο Τάρεν Φέρυ. Ο Ραντ σκέφτηκε, πως σίγουρα κανένας νυχτερινός ουρανός, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, δεν θα ήταν όμορφος όσο ο ουρανός των Δύο Ποταμών. Το καθαρό μαύρο του έμοιαζε να εκτείνεται ως το άπειρο και μυριάδες άστρα λαμπύριζαν, σαν φωτεινές κουκίδες σκορπισμένες σε κρύσταλλο. Το φεγγάρι, που μια μικρή φέτα του έλειπε για να γίνει πανσέληνος, έμοιαζε να είναι τόσο κοντά, που θα μπορούσε κανείς να το αγγίξει αν άπλωνε το χέρι του, και...
Μια μαύρη μορφή πέταξε αργά, μπροστά από την ασημένια μπάλα του φεγγαριού. Τα χέρια του τινάχτηκαν, άθελά του, στα γκέμια και το γκρίζο άλογο σταμάτησε. Σκέφτηκε αβέβαια πως ήταν νυχτερίδα, αλλά ήξερε ότι δεν ήταν. Οι νυχτερίδες ήταν ένα συνηθισμένο θέαμα τα δειλινά, όταν καταδίωκαν μύγες και δαγκωσέμια. Τα φτερά που στήριζαν αυτό το πλάσμα μπορεί να είχαν το ίδιο σχήμα, αλλά κινούνταν με τις αργές, δυνατές κινήσεις ενός αρπακτικού πουλιού. Και κυνηγούσε. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία, με τις μεγάλες στροφές που έπαιρνε δεξιά κι αριστερά. Το χειρότερο ήταν το μέγεθός του. Αν μια νυχτερίδα φαινόταν τόσο μεγάλη κόντρα στο φεγγάρι, θα ήταν τόσο κοντά που σχεδόν θα μπορούσε να την πιάσει απλώνοντας το χέρι του. Προσπάθησε να υπολογίσει με το μυαλό του πόσο μακριά ήταν αυτό, και πόσο μεγάλο. Το σώμα του θα πρέπει να ήταν μεγάλο, σαν σώμα ανθρώπου και τα φτερά... Το πλάσμα διέσχισε πάλι το φεγγάρι, έκανε μια απότομη στροφή και το κατάπιε η νύχτα.
Ο Ραντ δεν κατάλαβε ότι ο Λαν τον είχε πλησιάσει, παρά μόνο όταν ο Πρόμαχος τον έπιασε από το μπράτσο. “Τι στέκεται και χαζεύεις, μικρέ; Πρέπει να προχωρήσουμε”. Οι άλλοι περίμεναν πίσω από τον Λαν.
Ο Ραντ ανέφερε τι είχε δει, περιμένοντας πως ο Πρόμαχος θα του έλεγε ότι άφηνε το φόβο των Τρόλοκ να σκιάσει τη λογική του. Ήλπιζε πως ο Λαν θα το απέρριπτε, θα του έλεγε ότι ήταν νυχτερίδα, ή ότι έπαιζαν τα μάτια του.
Ο Λαν είπε μια λέξη γρυλίζοντας, σαν να είχε μια άσχημη γεύση στο στόμα του. “Ντραγκχάρ”. Η Εγκουέν και οι άλλοι κάτοικοι των Δύο Ποταμών κοίταξαν νευρικά τον ουρανό προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά ο τραγουδιστής βόγκηξε αδύναμα.
“Ναι”, είπε η Μουαραίν. “Είναι πολυτέλεια να ελπίζουμε κάτι άλλο. Κι αν ο Μυρντράαλ έχει στη διάθεση του Ντραγκχάρ, τότε σε λίγο θα ξέρει πού είμαστε, αν δεν το ξέρει ήδη. Πρέπει να προχωρήσουμε πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούμε, μακριά από το δρόμο. Ίσως κατορθώσουμε να φτάσουμε στο Τάρεν Φέρυ πριν τον Μυρντράαλ· αυτός και οι Τρόλοκ του δεν θα περάσουν απέναντι τόσο εύκολα, όσο εμείς”.