“Ντραγκχάρ;” είπε η Εγκουέν. “Τι είναι τούτο;”
Της απάντησε βραχνά ο Θομ Μέριλιν. “Στον πόλεμο, που έδωσε τέλος στην Εποχή των Θρύλων, πλάστηκαν όχι μόνο Τρόλοκ και Ημιάνθρωποι, αλλά και χειρότερα πράγματα”.
Το κεφάλι της Μουαραίν στράφηκε απότομα προς το μέρος του, όταν άρχισε να μιλά. Ακόμα και το σκοτάδι δεν μπορούσε να κρύψει το κοφτερό βλέμμα της.
Πριν προλάβει να ρωτήσει κανείς τον τραγουδιστή για κάτι παραπάνω, ο Λαν άρχισε να δίνει οδηγίες. “Τώρα θα πάρουμε το Βόρειο Δρόμο. Αν αγαπάτε τη ζωή σας, ακολουθήστε με, μη μείνετε πίσω και μη σκορπιστείτε”
Έκανε στροφή με το άλογό του και οι άλλοι, δίχως λέξη, άρχισαν να καλπάζουν πίσω του.
11
Ο Δρόμος για το Τάρεν Φέρυ
Τα άλογα ήταν παραταγμένα το ένα πίσω από το άλλο στο σκληρό, πατημένο χώμα του Βόρειου Δρόμου· οι χαίτες και οι ουρές τους πετούσαν προς τα πίσω, καθώς έτρεχαν προς το βορρά και οι οπλές κρατούσαν ένα σταθερό ρυθμό. Οδηγούσε ο Λαν, ένα μαύρο άλογο και ένας σκιοντυμένος καβαλάρης, που ήταν σχεδόν αόρατοι στην παγωμένη νύχτα. Η λευκή φοράδα της Μουαραίν, που δεν έχανε ούτε μια δρασκελιά δίπλα στον επιβήτορα, ήταν μια χλωμή θολούρα που χιμούσε στο σκοτάδι. Τα υπόλοιπα ακολουθούσαν σχηματίζοντας μια κοντή γραμμή, σαν να ήταν δεμένα σ’ ένα σκοινί που κατέληγε στα χέρια του Πρόμαχου.
Ο Ραντ κάλπαζε τελευταίος, με τον Θομ Μέριλιν λίγο πιο μπροστά του και τους άλλους να μισοφαίνονται πιο μπροστά. Ο Βάρδος δεν γύριζε καθόλου το κεφάλι, προτιμώντας να στρέφει τα μάτια εκεί που πήγαιναν και όχι σ’ αυτό από το οποίο ξέφευγαν. Αν εμφανίζονταν πίσω τους Τρόλοκ, ή ο Ξέθωρος με το σιωπηλό άλογο, ή εκείνο το ιπτάμενο πλάσμα, το Ντραγκχάρ, τότε θα ήταν δουλειά του Ραντ να σημάνει συναγερμό.
Ανά διαστήματα μερικών λεπτών στράβωνε το σβέρκο του για να δει πίσω, ενώ κρατιόταν από τη χαίτη και τα χαλινάρια του Κλάουντ. Το Ντραγκχάρ... Ο Θομ είχε πει πως ήταν χειρότερο από τους Τρόλοκ και του Ξέθωρους. Αλλά ο ουρανός ήταν άδειος και στο έδαφος το βλέμμα του αντάμωνε μονάχα σκοτάδι και σκιές. Σκιές που μπορούσαν να κρύψουν ολόκληρο στρατό.
Τώρα, που το γκρίζο άλογο ήταν ελεύθερο να τρέξει, έσχιζε τη νύχτα σαν φάντασμα, κρατώντας άνετα το ρυθμό που επέβαλλε ο επιβήτορας του Λαν. Και ο Κλάουντ ήθελε να πάει ακόμα πιο γρήγορα. Ήθελε να προφτάσει το μαύρο άλογο, πάσχιζε να προφτάσει το μαύρο. Ο Ραντ έπρεπε να κρατά τα γκέμια σταθερά για να το συγκρατεί. Ο Κλάουντ ορμούσε κόντρα στο χαλινάρι του, λες και πίστευε ότι βρισκόταν σε αγώνα και σε κάθε βήμα πολεμούσε με τον Ραντ για το ποιος θα είχε το πάνω χέρι. Ο Ραντ κρατιόταν από τη σέλα και τα γκέμια με όλους τους μύες τεντωμένους. Η μεγάλη του ευχή ήταν να μην καταλάβει το άλογο πόσο ταραγμένος ήταν. Αν τον καταλάβαινε, θα έχανε το μοναδικό πραγματικό πλεονέκτημα που είχε, όσο μικρό κι αν ήταν.
Ξαπλώνοντας χαμηλά στο σβέρκο του αλόγου, ο Ραντ κοίταζε με ανήσυχο βλέμμα τη Μπέλα και την αναβάτιδα της. Όταν είχε πει ότι η ταλαιπωρημένη φοράδα θα άντεχε στο ρυθμό των άλλων, δεν εννοούσε ότι θα έτρεχαν. Ως τώρα η Μπέλα τα προλάβαινε, τρέχοντας τόσο γρήγορα, που ο Ραντ δεν το περίμενε. Ο Λαν δεν ήθελε την Εγκουέν ανάμεσά τους. Αραγε, θα έκοβε ταχύτητα αν η Μπέλα έμενε πίσω; Ή θα προσπαθούσε να την εγκαταλείψει; Η Άες Σεντάι και ο Πρόμαχος πίστευαν πως ο Ραντ και οι φίλοι ήταν, με κάποιον τρόπο, σημαντικοί, αλλά ο Ραντ, παρά τα όσα είχε πει η Μουαραίν για τον Τροχό, δεν φανταζόταν πως θεωρούσαν σημαντική και την Εγκουέν.
Αν η Μπέλα έμενε πίσω, θα έμενε πίσω μαζί της κι ας έλεγαν ό,τι ήθελαν ο Λαν και η Μουαραίν. Πίσω, εκεί που ήταν ο Ξέθωρος και οι Τρόλοκ. Πίσω, εκεί που ήταν το Ντραγκχάρ. Μ’ όλη του την καρδιά και την απελπισία φώναξε σιωπηλά στην Μπέλα να τρέξει σαν αστραπή, προσπάθησε σιωπηλά να της δώσει δύναμη. Τρέξε! Το δέρμα του τον έτρωγε, ένιωθε τα κόκαλα του σαν να ήταν παγωμένα κι έτοιμα να ανοίξουν στα δύο. Βοήθα την, Φως, τρέξε! Και η Μπέλα έτρεχε.
Συνέχισαν να καλπάζουν προς το βορρά, μέσα στη νύχτα, με το χρόνο να ξεθωριάζει και να γίνεται μια ασαφής θολούρα. Μερικές φορές εμφανίζονταν φώτα από αγροικίες και ύστερα χάνονταν γρήγορα, σαν να ήταν φανταστικά. Τα ξερά, προειδοποιητικά γαυγίσματα των σκυλιών έσβηναν πίσω τους, ή κόβονταν απότομα, όταν τα σκυλιά πίστευαν πως τους είχαν διώξει. Έτρεχαν στο σκοτάδι, που το απάλυνε μόνο το υγρό, χλωμό φεγγαρόφωτο, σε ένα σκοτάδι όπου ξεπρόβαλλαν, ξαφνικά, δέντρα κατά μήκος του δρόμου και ύστερα χάνονταν. Τα υπόλοιπα τα κύκλωνε η μαυρίλα και κάποια μοναχικά κρωξίματα νυχτοπουλιών, απόμακρα και θρηνητικά, ενοχλούσαν το σταθερό βροντοκόπημα των οπλών.