Ξαφνικά ο Λαν έκοψε ταχύτητα, και μετά σταμάτησε τη φάλαγγα των αλόγων. Ο Ραντ δεν ήξερε να πει πόση ώρα ταξίδευαν, αλλά ένιωθε ένα μαλακό πόνο στα πόδια του, που έσφιγγαν τη σέλα. Μπροστά τους, μέσα στη νύχτα, λαμπύριζαν φώτα, σαν σμήνος από πυγολαμπίδες, που στεκόταν σε ένα σημείο ανάμεσα στα δέντρα.
Ο Ραντ έσμιξε τα μπερδεμένος τα φρύδια, καθώς κοίταζε τα φώτα και μετά έβγαλε μια πνιχτή κραυγή έκπληξης. Οι πυγολαμπίδες ήταν παράθυρα, τα παράθυρα των σπιτιών που γέμιζαν τις πλαγιές και την κορυφή ενός λόφου. Ήταν ο Λόφος της Βίγλας. Δεν πίστευε ότι είχαν κάνει τόσο δρόμο. Μάλλον, ποτέ άλλοτε δεν είχε γίνει αυτό το ταξίδι τόσο γρήγορα. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Λαν, ο Ραντ και ο Θομ Μέριλιν ξεπέζεψαν. Ο Κλάουντ στάθηκε με σκυμμένο το κεφάλι, με τα πλευρά του να ανεβοκατεβαίνουν. Στο σβέρκο και στους ώμους του ζώου ανάβλυζε ιδρώτας, που ήταν σχεδόν αόρατος στο σκούρο τρίχωμα του γκρίζου αλόγου. Ο Ραντ σκέφτηκε πως ο Κλάουντ, αν δεν αναπαυόταν, δεν θα μπορούσε να κουβαλήσει τίποτα άλλο.
“Όσο κι αν θέλω να αφήσω πίσω μας όλα αυτά τα χωριά”, ανακοίνωσε ο Θομ, “δεν θα έλεγα όχι σε λίγες ώρες ξεκούρασης. Νομίζω πως έχουμε αρκετό προβάδισμα;”
Ο Ραντ τεντώθηκε, τρίβοντας με το χέρι τη ράχη του. “Ας προχωρήσουμε πιο πάνω, αν είναι να μείνουμε στο Λόφο της Σκοπιάς την υπόλοιπη νύχτα”.
Μια τυχαία σπιλιάδα του ανέμου τους έφερε ένα απόσπασμα τραγουδιού από το χωριό και μυρωδιές κουζίνας, που του γέμισαν το στόμα σάλια. Στο Λόφο της Βίγλας ακόμα γιόρταζαν. Κανένας Τρόλοκ δεν είχε ταράξει το Μπελ Τάιν τους. Έψαξε με το βλέμμα να βρει την Εγκουέν. Έγερνε πάνω στην Μπέλα, κατάκοπη. Και οι άλλοι κατέβαιναν από τα άλογά τους, αναστενάζοντας και τεντώνοντας τους πονεμένους μύες τους. Μόνο ο Πρόμαχος και η Άες Σεντάι δεν έδειχναν την παραμικρή κούραση.
“Δεν θα έλεγα όχι για κάνα τραγουδάκι”, είπε κουρασμένος ο Ματ. “Και ίσως για λίγη καυτή κρεατόπιτα από αρνάκι στο Άσπρο Αγριογούρουνο”. Κοντοστάθηκε και πρόσθεσε, “Ποτέ δεν πήγα πιο πέρα από το Λόφο της Βίγλας. Το Ασπρο Αγριογούρουνο δεν είναι τόσο καλό σαν το Πανδοχείο της Οινοπηγής”.
“Το Άσπρο Αγριογούρουνο δεν είναι κακό”, είπε ο Πέριν. “Μια κρεατόπιτα και για μένα. Και τσαγάκι ζεστό, πολύ τσάι, να διώξει το κρύο από τα κόκαλά μου”.
“Δεν θα κάνουμε στάση πριν περάσουμε το Τάρεν”, είπε απότομα ο Λαν. “Μερικά λεπτά το πολύ”.
“Μα τα άλογα”, διαμαρτυρήθηκε ο Ραντ. “Θα τα σκοτώσουμε αν συνεχίσουμε απόψε. Μουαραίν, λες—”
Την είχε δει με την άκρη του ματιού που τριγυρνούσε ανάμεσα στα άλογα, αλλά δεν είχε προσέξει τι έκανε εκεί. Τώρα τον προσπέρασε και άγγιξε το λαιμό του Κλάουντ. Ο Ραντ σταμάτησε να μιλά. Ξαφνικά το άλογο τίναξε το κεφάλι του μ’ ένα απαλό χρεμέτισμα, τραβώντας σχεδόν τα γκέμια από τα χέρια του Ραντ. Το γκρίζο άλογο έκανε ένα βήμα πλάγια, σχεδόν χορεύοντας, ξεκούραστο σαν να είχε περάσει μια βδομάδα στο στάβλο. Δίχως να πει λέξη, η Μουαραίν πήγε στην Μπέλα.
“Δεν ήξερα ότι μπορεί να κάνει τέτοιο πράγμα”, είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ στον Λαν, με μάγουλα κατακόκκινα.
“Εσύ ειδικά θα έπρεπε να το υποψιαστείς”, απάντησε ο Πρόμαχος. “Την είδες με τον πατέρα σου. Θα ξεπλύνει κάθε κούραση. Πρώτα από τα άλογα, έπειτα από σας”.
“Από μας. Όχι από σένα;”
“Όχι από μένα, γιδοβοσκέ. Δεν έχω ανάγκη ακόμα. Μόνο ένας από όλους μας θα συνεχίσει το δρόμο κουρασμένος. Να εύχεσαι να μην κουραστεί πολύ, πριν φτάσουμε στην Ταρ Βάλον”.
“Πολύ για ποιο πράγμα;” ρώτησε ο Ραντ τον Πρόμαχο.
“Είχες δίκιο για την Μπέλα, Ραντ”, είπε η Μουαραίν, που στεκόταν δίπλα στη φοράδα. ” Έχει καλή καρδιά και πείσμα μεγάλο, όσο και όλοι σας στους Δύο Ποταμούς. Αν και φαίνεται παράξενο, ίσως είναι λιγότερο κουρασμένη απ’ όλους”.
Ένα ουρλιαχτό τρύπησε το σκοτάδι, ένας ήχος, σαν άνδρας που πέθαινε κάτω από κοφτερά μαχαίρια και χαμηλά πάνω από την ομάδα ήχησαν φτερά. Η νύχτα βάθυνε από τη σκιά που τους σάρωσε. Με πανικόβλητους χρεμετισμούς, τα άλογα ξεσηκώθηκαν.
Ο άνεμος των φτερών του Ντραγκχάρ χτύπησε τον Ραντ, με μια αίσθηση σαν να είχε αγγίξει γλίτσα, σαν να γλιστρούσε στη μουσκεμένη θολούρα ενός εφιάλτη. Δεν πρόλαβε ούτε να φοβηθεί, επειδή ο Κλάουντ πετάχτηκε ψηλά, ουρλιάζοντας κι αυτός, τινάζοντας και στρίβοντας απελπισμένα το σώμα του, σαν να ήθελε να διώξει κάτι που είχε κολλήσει πάνω του. Ο Ραντ, όπως κρατούσε τα γκέμια τραβήχτηκε και παρασύρθηκε στο χώμα, ενώ το μεγαλόσωμο γκρίζο άλογο ούρλιαζε, σαν να του έσχιζαν λύκοι τα πλευρά.