Η στριγκλιά του Ντραγκχάρ έσχισε τη νύχτα.
Η θαρραλέα Μπέλα κάλπαζε, με το λαιμό τεντωμένο και την ουρά και τη χαίτη της να πετιούνται στον άνεμο που δημιουργούσε η ίδια, και κρατούσε το ρυθμό των πιο μεγάλων αλόγων. Η Άες Σεντάι κάτι άλλο έκανε, δεν της γιάτρεψε μόνο την κούραση.
Το φεγγαρόφωτο φανέρωνε ένα χαμόγελο έξαψης και αγαλλίασης στο πρόσωπο της Εγκουέν. Η πλεξούδα της εκτεινόταν προς τα πίσω, σαν τις χαίτες των αλόγων και ο Ραντ ήταν βέβαιος πως για τη λάμψη των ματιών της δεν έφταιγε μόνο το φεγγάρι. Έμεινε να χάσκει από την έκπληξη του, ώσπου κατάπιε ένα δαγκωσέμι που τον έκανε να ξεσπάσει σε βήχα.
Ο Λαν πρέπει να είχε ρωτήσει κάτι, επειδή η Μουαραίν ξαφνικά φώναξε, μέσα στον άνεμο και το βροντοκόπημα των οπλών, “Δεν μπορώ! Ειδικά από τη ράχη ενός αλόγου που καλπάζει. Δεν σκοτώνονται εύκολα, ακόμα κι όταν φαίνονται. Πρέπει να τρέξουμε και να ελπίζουμε”.
Πέρασαν μέσα από ένα απομεινάρι ομίχλης, αραιό και ψηλό, το πολύ όσο τα γόνατα των αλόγων. Ο Κλάουντ το πέρασε με δυο δρασκελιές και ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια, διερωτώμενος μήπως το είχε φανταστεί. Δεν μπορεί να υπήρχε ομίχλη μια τόσο κρύα νύχτα. ’Αλλο ένα κουρελιασμένο γκρίζο συννεφάκι τους ανάγκασε να κάνουν στο πλάι, μιας και ήταν μεγαλύτερο από το πρώτο. Μεγάλωνε, σαν να ανάβλυζε από το χώμα. Από πάνω τους, το Ντραγκχάρ ούρλιαξε με οργή. Για μια στιγμή τους τύλιξε η ομίχλη και ύστερα χάθηκε, επανεμφανίστηκε και έμεινε πίσω τους. Η παγωμένη αχλύς άφησε μια παγερή υγρασία στο πρόσωπο και στα χέρια του Ραντ. Έπειτα, ένα ωχρόγκριζο τείχος πρόβαλε μπροστά τους και τους κουκούλωσε ξαφνικά. Ήταν πυκνό κι έκανε τον ήχο των οπλών τους να ακούγεται πνιγμένος και οι κραυγές από ψηλά ακούγονταν σαν να περνούσαν από τοίχο. Ο Ραντ, με δυσκολία διέκρινε τις μορφές της Εγκουέν και του Θομ Μέριλιν δίπλα του.
Ο Λαν δεν έκοψε ταχύτητα. “Υπάρχει ένα μόνο μέρος που μπορεί να πηγαίνουμε”, φώναξε και η φωνή του ήχησε κούφια και απόμακρη.
“Οι Μυρντράαλ είναι πονηροί”, απάντησε η Μουαραίν. “Θα στρέψω την πονηριά του εναντίον του”. Συνέχισαν να καλπάζουν σιωπηλά.
Η γκριζόμαυρη ομίχλη έκρυβε και τον ουρανό και τη γη κι έτσι οι καβαλάρηδες, που είχαν γίνει και οι ίδιοι σκιές, έμοιαζαν να πλέουν στα σύννεφα της νύχτας. Ακόμα και τα πόδια των αλόγων τους έμοιαζαν να έχουν εξαφανιστεί.
Ο Ραντ ανακάθισε στη σέλα του, προσπαθώντας να αποφύγει την παγερή ομίχλη. Αλλο ήταν να ξέρει ότι η Μουαραίν είχε δυνάμεις, ακόμα και να τη βλέπει να τις ασκεί κι άλλο ήταν να του βρέχουν το δέρμα τα πράγματα που δημιουργούσε. Κατάλαβε ότι κρατούσε την ανάσα του και έβρισε τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να φτάσει στο Τάρεν Φέρυ χωρίς να πάρει αναπνοή. Η Μουαραίν είχε χρησιμοποιήσει τη Μία Δύναμη στον Ταμ, ο οποίος κατόπιν έμοιαζε να είναι εντάξει. Πάντως, ο Ραντ έπρεπε να πιέζει τον εαυτό του να πάρει ανάσα. Ο αέρας ήταν βαρύς, αλλά παρά το κρύο που ήταν δυνατότερο, δεν ήταν διαφορετικός από κάθε άλλη νύχτα με ομίχλη. Αυτό σκέφτηκε, αλλά δεν το πολυπίστευε.
Ο Λαν τους πρότρεψε να μην απομακρύνονται, να μένουν κοντά, για να βλέπουν ο ένας το περίγραμμα του άλλου στην υγρή, παγωμένη θολούρα. Αλλά ο Πρόμαχος δεν έκοψε ταχύτητα. Πλάι-πλάι, ο Λαν και η Μουαραίν, οδηγούσαν την ομάδα στην ομίχλη, σαν να έβλεπαν καθαρά τι υπήρχε μπροστά τους. Οι άλλοι δεν μπορούσαν παρά να τους εμπιστευθούν και να τους ακολουθήσουν. Και να ελπίζουν.
Οι στριγκλιές που τους καταδίωκαν εξασθένησαν καθώς τα άλογα συνέχιζαν τον καλπασμό τους, και ύστερα χάθηκαν, αλλά αυτό δεν τους ανακούφισε πολύ. Όλα ήταν σαβανωμένα και κρυμμένα, το δάσος και οι αγροικίες, το φεγγάρι και ο δρόμος. Όταν περνούσαν κοντά από κάποιο αγρόκτημα, τα σκυλιά εξακολουθούσαν να γαβγίζουν με κούφιο κι απόμακρο ήχο μέσα στη γκρίζα αχλύ, μα δεν ακουγόταν άλλος ήχος, παρά μόνο οι βροντερές οπλές των αλόγων τους. Σε κείνη τη μονότονη, σταχτιά ομίχλη τίποτα δεν άλλαζε. Τίποτα δεν έδειχνε το πέρασμα του χρόνου, παρά μόνο οι πόνοι που δυνάμωναν στους μηρούς και τις ράχες τους.
Ο Ραντ ήταν βέβαιος πως είχαν περάσει ώρες. Τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά τα γκέμια και δεν ήξερε αν μπορούσε να τα αφήσει και αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε ποτέ να ξαναπερπατήσει κανονικά. Μόνο μια φορά είχε κοιτάξει πίσω. Πίσω του έτρεχαν σκιές στην ομίχλη, δεν μπορούσε όμως να πει με βεβαιότητα πόσες ήταν. Ή, ακόμα, αν ήταν στ’ αλήθεια οι φίλοι του. Η παγωνιά και η υγρασία τρυπούσαν το μανδύα και το παλτό του και το πουκάμισό του, περόνιαζαν τα κόκαλά του. Το μόνο σημάδι που έδειχνε ότι προχωρούσαν ήταν η ορμή του αέρα, που έπεφτε στο πρόσωπό του και οι μύες του αλόγου του, που τεντώνονταν και χαλάρωναν. Πρέπει να είχαν περάσει ώρες.