Выбрать главу

“Σιγά”, φώναξε απότομα ο Λαν. “Τραβήξτε τα γκέμια”.

Ο Ραντ ξαφνιάστηκε, τόσο που ο Κλάουντ χώθηκε ανάμεσα στον Λαν και τη Μουαραίν, βγήκε μπροστά και προχώρησε καμιά δεκαριά μέτρα. Ο Ραντ τον σταμάτησε και στάθηκε για να κοιτάξει.

Σπίτια ξεπρόβαλλαν μέσα από την ομίχλη σε όλες τις μεριές, σπίτια που του φαίνονταν ασυνήθιστα ψηλά. Δεν είχε ξαναδεί αυτό το μέρος, αλλά είχε ακούσει πολλές περιγραφές. Αυτό το ύψος οφειλόταν στα ψηλά θεμέλια από κοκκινόπετρα, που ήταν απαραίτητα όταν την άνοιξη έλιωναν οι πάγοι στα Όρη της Ομίχλης και ο Τάρεν πλημμύριζε τις όχθες του. Είχαν φτάσει στο Τάρεν Φέρυ.

Ο Λαν πέρασε δίπλα του με το μαύρο επιβήτορά του. “Μην σε πιάνει ενθουσιασμός, βοσκέ”.

Αμήχανα, ο Ραντ ξαναπήρε τη θέση του δίχως εξήγηση και η ομάδα μπήκε στο χωριό. Τα μάγουλά του έκαιγαν και, προς το παρόν, η ομίχλη ήταν ευπρόσδεκτη.

Ένα μοναχικό σκυλί, αθέατο στην παγερή ομίχλη, τους γάβγισε μανιασμένο και μετά το έβαλε στα πόδια. Σε μερικά σπίτια τα παράθυρα φωτίζονταν, καθώς κάποιοι ξυπνούσαν νωρίς. Εκτός από το σκυλί, κανένας ήχος δεν τάραζε την τελευταία ώρα της νύχτας, παρά μόνο οι οπλές των αλόγων τους.

Ο Ραντ είχε γνωρίσει κάποιους από το Τάρεν Φέρυ. Προσπάθησε να θυμηθεί τα λίγα που ήξερε γι’ αυτούς. Σπάνια κατέβαιναν στα “χαμωχώρια”, όπως τα αποκαλούσαν, σηκώνοντας τη μύτη σαν να είχαν μυρίσει κάτι άσχημο. Οι λίγοι τους οποίους είχε συναντήσει είχαν παράξενα ονόματα, όπως Χίλτοπ και Στόουνμποουτ. Απαντες οι κάτοικοι του Τάρεν Φέρυ είχαν τη φήμη ότι ήταν ύπουλοι και μπαμπέσηδες. Αν έσφιγγες το χέρι κάποιου από το Τάρεν Φέρυ, έλεγαν, έπρεπε μετά να μετρήσεις τα δάχτυλα σου.

Ο Λαν και η Μουαραίν σταμάτησαν μπροστά σε ένα ψηλό, σκοτεινό σπίτι, που ήταν ολόιδιο με τα υπόλοιπα του χωριού. Ομίχλη στροβιλίστηκε σαν καπνός γύρω από τον Πρόμαχο, που κατέβηκε μ’ ένα σάλτο από τη σέλα και ανέβηκε βιαστικά τα σκαλιά που οδηγούσαν στην εξώπορτα, η οποία άρχιζε ψηλά πάνω από το δρόμο στο ύψος των κεφαλιών τους. Ο Λαν έφτασε στο κεφαλόσκαλο και άρχισε να βροντά τη γροθιά του στην πόρτα.

“Νόμιζα ότι θέλαμε ησυχία”, μουρμούρισε ο Ματ.

Ο Λαν συνέχισε να χτυπά. Ένα φως φάνηκε στο παράθυρο του διπλανού σπιτιού και κάποιος φώναξε θυμωμένα, αλλά ο Πρόμαχος δεν έπαψε το βροντοκόπημά του.

Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και φάνηκε ένας άνδρας που φορούσε νυχτικιά, η οποία ανέμισε γύρω από τους γυμνούς αστραγάλους του. Κρατούσε στο χέρι μια λάμπα λαδιού, που φώτιζε ένα στενό πρόσωπο με μυτερά χαρακτηριστικά. Άνοιξε με θυμό το στόμα του και ύστερα έμεινε χάσκοντας, καθώς το βλέμμα του έπεφτε στην ομίχλη. “Τι είναι αυτό;” είπε. “Τι είναι αυτό;” Γκρίζα παγωμένα πλοκάμια κουλουριάστηκαν, μπαίνοντας λίγο μέσα από την πόρτα κι ο άνδρας έκανε βιαστικά ένα βήμα πίσω.

“Αφέντη Χαϊτάουερ ”, είπε ο Λαν. “Είσαι ο άνθρωπος που χρειάζομαι. Θέλουμε να περάσουμε απέναντι με το πέραμά σου”.

“Ούτε που είδε ποτέ του ψηλό πύργο”, τον κορόιδεψε ο Ματ. Ο Ραντ έκανε νόημα στον φίλο του να σωπάσει. Ο άνδρας με το στενό πρόσωπο σήκωσε τη λάμπα πιο ψηλά και τους κοίταξε καχύποπτα.

Μετά από ένα λεπτό, ο αφέντης Χαϊτάουερ είπε εριστικά, “Το πέραμα περνά με το φως της μέρας. Όχι νυχτιάτικα. Ποτέ. Και όχι με τέτοια ομίχλη. Να ξανάρθετε όταν βγει ο ήλιος και φύγει η θολούρα”.

Έκανε να γυρίσει την πλάτη, αλλά ο Λαν τον έπιασε από τον καρπό. Ο περαματάρης άνοιξε το στόμα του θυμωμένα. Στο φως της λάμπας άστραψε το χρυσάφι, καθώς ο Πρόμαχος άρχισε να μετρά νομίσματα ένα-ένα στην παλάμη του άλλου. Ο Χαϊτάουερ έγλειψε τα χείλη με το κουδούνισμα των νομισμάτων και πόντο-πόντο το κεφάλι του πλησίασε το χέρι του, σαν να μην πίστευε στα μάτια του.

“Και άλλα τόσα”, είπε ο Λαν, “όταν βρεθούμε ασφαλείς στην άλλη πλευρά. Αλλά φεύγουμε τώρα”.

“Τώρα;” Ο περαματάρης μάσησε το κάτω χείλος του και κούνησε ελαφρά τα πόδια του μπρος-πίσω, έπειτα ένευσε απότομα.

“Τώρα, λοιπόν. Άσε το χέρι μου. Πρέπει να ξυπνήσω τους τραβηχτές. Λες να τραβώ το πέραμα μόνος μου;”

“Θα περιμένω στο πέραμα”, είπε ρητά ο Λαν. “Δεν θα περιμένω πολύ”. Άφησε τον καρπό του περαματάρη.

Ο αφέντης Χαϊτάουερ έσφιξε τα νομίσματα στο στήθος του, συμφώνησε μ’ ένα νεύμα της κεφαλής και έκλεισε την πόρτα με το γοφό του.

12

Το Πέρασμα του Τάρεν

Ο Λαν κατέβηκε τα σκαλοπάτια, λέγοντας στους υπόλοιπους να ξεπεζέψουν και να τον ακολουθήσουν, οδηγώντας τα άλογά τους μέσα στην ομίχλη. Και πάλι, ήταν αναγκασμένοι να πιστέψουν ότι ο Πρόμαχος ήξερε πού πήγαιναν. Η ομίχλη στροβιλιζόταν γύρω από τα γόνατα του Ραντ, έκρυβε τις κνήμες του, κάλυπτε ό,τι ήταν μακρύτερα από ένα μέτρο. Δεν ήταν τόσο πυκνή, όσο έξω από το χωριό, αλλά ο Ραντ δύσκολα διέκρινε τους συντρόφους του.