Ακόμα κανένας δεν σάλευε μέσα στη νύχτα, εκτός από την ομάδα τους. Μερικά παράθυρα ακόμα είχαν φωτιστεί, αλλά η πυκνή καταχνιά τα έκανε να μοιάζουν με θαμπά μπαλώματα και συχνά το μόνο που έβλεπαν μπροστά τους ήταν αυτές οι αμυδρές λάμψεις. Άλλα σπίτια, που φαίνονταν κάπως περισσότερο, έδειχναν να πλέουν σε μια θάλασσα σύννεφων, ή να ξεπροβάλλουν απότομα από την ομίχλη, ενώ τα γειτονικά τους έμεναν κρυμμένα κι έτσι έμοιαζαν να στέκουν έρημα και μόνα.
Ο Ραντ προχωρούσε μουδιασμένος μετά τη μεγάλη διαδρομή που είχαν διανύσει κι αναρωτήθηκε, αν υπήρχε τρόπος να κάνουν τον υπόλοιπο δρόμο ως την Ταρ Βάλον με τα πόδια. Όχι ότι εκείνη τη στιγμή του ήταν πιο ευχάριστο να πάει περπατώντας παρά καβάλα, όμως το μόνο σημείο του σώματός του που δεν τον πονούσε ήταν οι πατούσες. Τουλάχιστον ήταν μαθημένος στο περπάτημα.
Μόνο μία φωνή υψώθηκε, αρκετά για να την ακούσει ο Ραντ. “Πρέπει να το κάνεις”, είπε η Μουαραίν, απαντώντας σε κάτι που είχε πει ο Λαν χωρίς να ακουστεί. “Ούτως ή άλλως θα θυμάται πολλά κι αυτό δεν διορθώνεται. Αν ξεχωρίζω ανάμεσα στις άλλες σκέψεις του...”
Ο Ραντ έστρωσε δύσθυμα το βρεγμένο μανδύα στους ώμους του, ενώ ακολουθούσε τους άλλους από κοντά. Ο Ματ και ο Πέριν γκρίνιαζαν, μουρμούριζαν μέσα από τα δόντια τους κι έβγαζαν πνιχτά επιφωνήματα κάθε φορά που χτυπούσαν τα δάχτυλα των ποδιών τους σε μια πέτρα, ή σε κάτι άλλο αθέατο. Κι ο Θομ Μέριλιν επίσης γκρίνιαζε και στα αυτιά του Ραντ έφταναν λέξεις όπως, “ζεστό φαγάκι” και “φωτιά” και “ζαχαρωμένο κρασί”, αλλά ούτε ο Πρόμαχος, ούτε η Άες Σεντάι έδιναν σημασία. Η Εγκουέν προχωρούσε αμίλητη, με την ράχη ίσια και το κεφάλι ψηλά. Και τα δικά της βήματα ήταν οδυνηρά και διστακτικά, βεβαίως, επειδή ούτε αυτή ήταν μαθημένη στην ιππασία.
Ο Ραντ σκέφτηκε σκυθρωπά ότι η Εγκουέν είχε βρει την περιπέτεια που ζητούσε και, όσο τη ζούσε, μάλλον δεν θα πρόσεχε λεπτομέρειες, όπως η ομίχλη, η υγρασία και η παγωνιά. Του φαινόταν πως υπήρχε διαφορά στον τρόπο που έβλεπες τα πράγματα, ανάλογα με το αν επιζητούσες την περιπέτεια, ή αν στην επέβαλλαν. Αναμφίβολα, οι ιστορίες μπορούσαν να παρουσιάσουν με συναρπαστικό τρόπο το να καλπάζεις στην καταχνιά, κυνηγημένος από Ντραγκχάρ και άλλα πλάσματα, που το Φως μόνο ήξερε τι ήταν. Η Εγκουέν μπορεί να ένιωθε ρίγη ευχαρίστησης· ο Ραντ απλώς ένιωθε παγωμένος και βρεγμένος και χαιρόταν που ήταν πάλι μέσα σε χωριό, έστω κι αν αυτό ήταν το Τάρεν Φέρυ.
Ξαφνικά έπεσε σε κάτι μεγάλο και ζεστό μέσα στη θολούρα: το άλογο του Λαν. Ο Πρόμαχος και η Μουαραίν είχαν σταματήσει και το ίδιο έκαναν και οι άλλοι, χαϊδεύοντας τα ζώα τους, τόσο για να τα παρηγορήσουν, όσο και για να παρηγορηθούν οι ίδιοι. Εδώ η ομίχλη ήταν κάπως πιο αραιά και διακρίνονταν μεταξύ τους πιο καθαρά απ’ όσο πριν, αλλά δεν αρκούσε αυτό για να δουν καλύτερα γύρω τους. Τα πόδια τους ακόμα κρύβονταν μέσα σε χαμηλά ρεύματα ομίχλης, όμοια με γκρίζα νερά πλημμύρας. Τα σπίτια έμοιαζαν να έχουν βουλιάξει.
Ο Ραντ οδήγησε επιφυλακτικά τον Κλάουντ λιγάκι μπροστά και ξαφνιάστηκε, όταν άκουσε τις μπότες του να ξύνουν σανίδες.
Ήταν η αποβάθρα του πλοιαρίου. Οπισθοχώρησε προσεκτικά, κάνοντας και το άλογο να βαδίσει προς τα πίσω. Είχε ακούσει πώς ήταν η αποβάθρα του Τάρεν Φέρυ — μια γέφυρα που δεν έβγαζε πουθενά, παρά μόνο στο πέραμα. Έλεγαν ότι ο Τάρεν ήταν πλατύς και βαθύς, με ύπουλα ρεύματα, που μπορούσαν να ρουφήξουν και τον πιο γερό κολυμβητή. Ο Ραντ φαντάστηκε πως θα ήταν πλατύτερος από το Νερό της Οινοπηγής. Αν έβαζες και την ομίχλη... Ένιωσε ανακούφιση, όταν τα πόδια του άγγιξαν πάλι χώμα.
Ένα άγριο “Χσσστ!” ακούστηκε από τον Λαν, διαπεραστικό σαν το κρύο. Ο Πρόμαχος τους έκανε νόημα, έτρεξε στον Πέριν και παραμέρισε το μανδύα του γεροδεμένου νεαρού, αποκαλύπτοντας το μεγάλο τσεκούρι. Ο Ραντ, υπάκουα, παρ’ όλο που ακόμα δεν καταλάβαινε, τίναξε κι ο ίδιος το μανδύα πάνω από τον ώμο του για να δείξει το σπαθί του. Καθώς ο Λαν έτρεχε γοργά πίσω στο άλογό του, φώτα που ταλαντεύονταν φάνηκαν στην ομίχλη και μουντά βήματα τους πλησίασαν.
Έξι άνδρες, με απαθή πρόσωπα και κουρελιασμένα ρούχα, ακολουθούσαν τον αφέντη Χαϊτάουερ. Οι δαυλοί που κρατούσαν έδιωχναν ένα μέρος της ομίχλης από γύρω τους. Όταν σταμάτησαν, όλα τα μέλη της ομάδας από το Πεδίο του Έμοντ φαίνονταν καθαρά, περικυκλωμένα από έναν γκρίζο τοίχο, που έμοιαζε πιο παχύς χάρη στο φως που αντανακλούσε. Ο περαματάρης τους κοίταξε εξεταστικά, με το στενό του πρόσωπο γερμένο και τη μύτη του να σουφρώνει, σαν νυφίτσα που μυρίζεται την αύρα μήπως βρει κάποια παγίδα.