Ο Λαν ακούμπησε στη σέλα του, φαινομενικά ανέμελα, αλλά το χέρι του ακουμπούσε επιδεικτικά στη μακριά λαβή του σπαθιού του. Έδινε την εντύπωση ελατηρίου που περίμενε να τιναχτεί.
Ο Ραντ αντέγραψε βιαστικά την πόζα του Πρόμαχου —τουλάχιστον τη λεπτομέρεια του χεριού στη λαβή. Δεν πίστευε πως θα πετύχαινε να πάρει αυτή την χαλαρή στάση, που φαινόταν θανατηφόρα. Θα γελάσουν αν προσπαθήσω.
Ο Πέριν χαλάρωσε τη θηλιά που κρατούσε το τσεκούρι του και στύλωσε τα πόδια του στη γη. Ο Ματ ακούμπησε το χέρι στη φαρέτρα του, αν και ο Ραντ δεν μπορούσε να υπολογίσει σε τι κατάσταση θα ήταν η χορδή της μετά από τόση ώρα σ’ αυτή την υγρασία. Ο Θομ Μέριλιν προχώρησε μπροστά με μια μεγαλοπρεπή κίνηση και ύψωσε το χέρι του, γυρνώντας το αργά. Ξαφνικά, έκανε μια επιτηδευμένη χειρονομία και ένα εγχειρίδιο στριφογύρισε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Χτύπησε τη λαβή στην παλάμη του και, παίρνοντας ξαφνικά αμέριμνο ύφος, άρχισε να καθαρίζει τα νύχια του.
Ένα γάργαρο, χαμηλόφωνο γελάκι ακούστηκε από τη Μουαραίν. Η Εγκουέν χειροκρότησε, σαν να παρακολουθούσε παράσταση στη Γιορτή, ύστερα σταμάτησε και έδειξε συντετριμμένη, αν και ένα χαμόγελο παιχνίδιζε στο στόμα της.
Ο Χαϊτάουερ δεν φαινόταν να διασκεδάζει. Έριξε μια επίμονη ματιά στον Θομ, έπειτα ξερόβηξε δυνατά για να καθαρίσει το λαιμό του. “Κάτι είπατε ότι θα δίνατε κι άλλο χρυσάφι για το πέρασμα”. Τους ξανακοίταξε μ’ ένα κατσούφικο, πονηρό βλέμμα. “Αυτό που μου δώσατε πριν τώρα είναι σε σίγουρο μέρος, ακούτε; Κανένας σας δεν μπορεί να το βρει”.
“Το υπόλοιπο χρυσάφι”, του είπε ο Λαν, “θα πέσει στα χέρια σου όταν βρεθούμε στην αντίπερα όχθη”. Το δερμάτινο πουγκί που κρεμόταν στη μέση του κουδούνισε, καθώς το τίναζε.
Τα μάτια του περαματάρη, για μια στιγμή, στράφηκαν προς τα κει, στο τέλος όμως συμφώνησε. “Να ξεκινάμε, λοιπόν”, μουρμούρισε και ανέβηκε στο πέραμα, ακολουθούμενος από τους έξι βοηθούς του. Η ομίχλη χανόταν από γύρω τους καθώς προχωρούσαν γκρίζα πλοκάμια τους αγκάλιαζαν από πίσω, γεμίζοντας γοργά το σημείο στο οποίο ήταν πριν. Ο Ραντ τάχυνε το βήμα για να τους προφτάσει.
Το πέραμα ήταν ένα ξύλινο πλεούμενο με ψηλά πλαϊνά, στο οποίο ανέβαιναν από μια ράμπα που υψωνόταν κι έκλεινε. Σχοινιά, χοντρά σαν ανθρώπινος καρπός, περνούσαν δεξιά κι αριστερά του, σχοινιά που ήταν δεμένα σε ογκώδεις πάσσαλους στην αποβάθρα κι εξαφανίζονταν πάνω από το ποτάμι μέσα στη νύχτα. Οι βοηθοί του περαματάρη έβαλαν τους δαυλούς σε σιδερένιες γωνιές στα πλαϊνά του περάματος, περίμεναν να ανεβάσουν όλοι τα άλογά τους και τράβηξαν τη ράμπα. Το κατάστρωμα έτριξε κάτω από τις οπλές των αλόγων και τα πόδια που σέρνονταν και το πέραμα σάλεψε από το βάρος.
Ο Χαϊτάουερ μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και τους γρύλισε να κρατήσουν τα άλογα ακίνητα και να μείνουν στο κέντρο για να μην εμποδίζουν τους τραβηχτές του. Φώναζε τους βοηθούς του και τους τα έψελνε, καθώς ετοίμαζαν το πέραμα για το ταξίδι του, όμως, ό,τι κι αν έλεγε, οι άνδρες δούλευαν το ίδιο ράθυμα κι ο ίδιος τα έλεγε με μισή καρδιά και συχνά έκοβε τις φωνές για να υψώσει το δαυλό του και να κοιτάξει μέσα στην ομίχλη. Τελικά σταμάτησε εντελώς να φωνάζει και πήγε στην πλώρη, όπου στάθηκε ατενίζοντας την αχλύ που σκέπαζε το ποτάμι. Δεν κουνήθηκε, παρά μόνο όταν του άγγιξε το μπράτσο ένας βοηθός του· τότε τινάχτηκε και τον αγριοκοίταξε.
“Τι; Α. Εσύ είσαι; Έτοιμοι; Καιρός ήταν. Άντε, άνθρωπε μου, τι στέκεσαι;” Κούνησε τα χέρια, χωρίς να προσέχει το δαυλό, ή τα άλογα που σάλεψαν και προσπάθησαν να κάνουν πίσω. “Φύγαμε! Πάμε! Κουνηθείτε!” Ο άνδρας απομακρύνθηκε νωχελικά για να εκτελέσει τη διαταγή του και ο Χαϊτάουερ κοίταξε άλλη μια φορά την ομίχλη που ήταν μπροστά τους, τρίβοντας ανήσυχα το ελεύθερο χέρι του στο μπροστινό μέρος του παλτού του.
Το πέραμα τραντάχτηκε, όταν λύθηκαν οι πρυμάτσες του και το πήρε το ρεύμα και μετά τραντάχτηκε πάλι, όταν το κράτησαν τα ρεμούλκια. Οι τραβηχτές, τρεις σε κάθε πλευρά, έπιασαν τα σχοινιά στο μπροστά μέρος του περάματος και άρχισαν με κόπο να περπατούν προς τα πίσω, μουρμουρίζοντας ανήσυχα, καθώς το πλοιάριο προχωρούσε στον ποταμό που ήταν τυλιγμένος στα γκρίζα.
Η αποβάθρα εξαφανίστηκε, όταν την τύλιξε η αχλύς και ουρές ομίχλης πέρασαν πάνω από το πλεούμενο, ανάμεσα στους πυρσούς. Το πέραμα κλυδωνίστηκε αργά στο ρεύμα του ποταμού. Μόνη κίνηση ήταν τα σταθερά βήματα των τραβηχτών που πήγαιναν μπροστά, έπιαναν τα σχοινιά και οπισθοχωρούσαν τραβώντας. Κανένας δεν μιλούσε. Οι χωρικοί έμεναν όσο μπορούσαν πιο κοντά στο κέντρο του περάματος. Είχαν ακούσει ότι ο Τάρεν ήταν πολύ πιο πλατύς από τα ποταμάκια τα οποία ήξεραν μέσα στην ομίχλη τους φαινόταν αχανής.