Выбрать главу

Μετά από λίγη ώρα, ο Ραντ πλησίασε τον Λαν. Ποτάμια σαν αυτό, που δεν μπορούσες να τα περπατήσεις, να τα κολυμπήσεις, ούτε καν να δεις την άλλη όχθη τους, προκαλούσαν νευρικότητα σε όσους δεν είχαν δει κάτι πλατύτερο, ή βαθύτερο, από τις λιμνούλες του Νεροδάσους. “Στ’ αλήθεια θα προσπαθούσαν να μας κλέψουν;” ρώτησε χαμηλόφωνα. “Έκανε σαν να φοβόταν μήπως τον κλέψουμε εμείς”.

Ο Πρόμαχος κοίταξε τον περαματάρη και τους βοηθούς του —κανένας δεν έμοιαζε να ακούει- και ύστερα του απάντησε, εξίσου χαμηλόφωνα.

“Με την κρυψώνα της ομίχλης... ε, μερικές φορές οι άνθρωποι φέρονται στους ξένους αλλιώς όταν φαίνονται κι αλλιώς όταν είναι κρυμμένες οι πράξεις τους. Κι εκείνοι, που αμέσως σκέφτονται το κακό μπροστά στον ξένο, είναι αυτοί που πιο γρήγορα θα του έκαναν κακό. Λυτός εδώ..., πιστεύω πως θα πουλούσε τη μάνα του στους Τρόλοκ για βραστό, αν η τιμή ήταν σωστή. Ξαφνιάζομαι λιγάκι που το ρωτάς. Άκουσα πώς μιλάνε οι άνθρωποι στο Πεδίο του Έμοντ για εκείνους του Τάρεν Φέρυ”.

“Ναι, αλλά... Να, όλοι λένε πως... Αλλά δεν μου πέρασε από το νου πως στ’ αλήθεια θα...” Ο Ραντ αποφάσισε να ξεχάσει όσα νόμιζε πως ήξερε για τους ανθρώπους πέρα από το δικό του χωριό. “Ίσως πει στον Ξέθωρο ότι περάσαμε το ποτάμι”, είπε τελικά. “Μπορεί να φέρει τους Τρόλοκ πίσω μας”.

Ο Λαν γέλασε πνιχτά. “Άλλο να κλέψει ξένο, άλλο να έχει πάρε-δώσε με Ημιάνθρωπο. Ειλικρινά, τον φαντάζεσαι να περνά απέναντι Τρόλοκ, όσο χρυσάφι κι αν του προσφέρουν, ειδικά μ’ αυτή την ομίχλη; Ή ακόμα και να μιλά με Μυρντράαλ, αν μπορεί να κάνει αλλιώς; Με τη σκέψη και μόνο θα έτρεχε ένα μήνα δίχως να σταματήσει. Δεν νομίζω πως θα πρέπει να ανησυχούμε για Σκοτεινόφιλους στο Τάρεν Φέρυ. Όχι εδώ πέρα. Είμαστε ασφαλείς... προς το παρόν, έστω. Από αυτά τα μούτρα, τουλάχιστον. Πρόσεχε”.

Ο Χαϊτάουερ, που μέχρι τώρα κοίταζε την ομίχλη μπροστά, είχε γυρίσει. Με το στενό του πρόσωπο να προβάλλει μπροστά και με τον πυρσό υψωμένο κοίταξε τον Λαν και τον Ραντ, σαν να τους έβλεπε για πρώτη φορά. Κάτω από τα πόδια των τραβηχτών και το σούρσιμο των οπλών τα σανίδια του καταστρώματος έτριζαν. Ο περαματάρης ξαφνικά έκανε μια γκριμάτσα, όταν συνειδητοποίησε ότι τον έβλεπαν που τους έβλεπε. Τινάχτηκε και γύρισε για να δει την πέρα όχθη, ή ό,τι άλλο έψαχνε στην ομίχλη.

“Μην λες άλλα”, είπε ο Λαν, με φωνή τόσο χαμηλή, που ο Ραντ δυσκολεύτηκε να τον καταλάβει. “Δεν είναι καλές μέρες αυτές για να μιλάμε για τους Τρόλοκ, τους Σκοτεινόφιλους, ή τον Πατέρα του Ψεύδους, με τα παράξενα αυτιά που μας ακούνε. Με τέτοιες κουβέντες θα πάθεις χειρότερα από το να ζωγραφίσουν το Δόντι του Δράκοντα στην πόρτα σου”.

Ο Ραντ δεν είχε διάθεση για άλλες ερωτήσεις. Τον τύλιξε ο ζόφος, βαρύτερα από πριν. Σκοτεινόφιλοι! Λες και πριν δεν είχαν αρκετές σκοτούρες με τους Ξέθωρους και τους Τρόλοκ και τα Ντραγκχάρ. Τουλάχιστον τους Τρόλοκ τους καταλάβαινες εξ όψεως.

Ξαφνικά, πάσσαλοι ξεπρόβαλαν μπροστά τους στην καταχνιά. Το πέραμα κουτούλησε την πέρα όχθη, οι τραβηχτές έτρεξαν να δέσουν γρήγορα το πλοιάριο και να κατεβάσουν την άλλη ράμπα, που έπεσε μ’ ένα γδούπο, ενώ ο Ματ και ο Πέριν δήλωναν μεγαλοφώνως πως ο Τάρεν δεν είχε ούτε το μισό πλάτος απ’ όσο είχαν ακούσει. Ο Λαν κατέβασε τον επιβήτορά του από τη ράμπα, ακολουθούμενος από τη Μουαραίν και τους υπόλοιπους. Όταν ο Ραντ, ο τελευταίος, κατέβασε τον Κλάουντ πίσω από τη Μπέλα, ο αφέντης Χαϊτάουερ τους φώναξε φουρκισμένος.

“Για ελάτε, τώρα! Για ελάτε! Πού είναι το χρυσάφι μου;”

“Θα αμειφθείς”, ακούστηκε η φωνή της Μουαραίν, βαθιά από την ομίχλη. Οι μπότες του Ραντ μετά τη ράμπα άγγιξαν μια ξύλινη αποβάθρα. “Κι ένα ασημένιο μάρκο για κάθε άνδρα σου”, πρόσθεσε η Άες Σεντάι, “για το γρήγορο πέρασμα”.

Ο περαματάρης δίστασε, με το πρόσωπο του σκυμμένο μπροστά, σαν να οσμιζόταν κίνδυνο, αλλά οι τραβηχτές ξεσηκώθηκαν μόλις άκουσαν για ασήμι. Μερικοί στάθηκαν για να αρπάξουν δαυλούς, όλοι όμως κατέβηκαν με βαριά βήματα τη ράμπα, πριν προφτάσει ο Χαϊτάουερ να ανοίξει το στόμα του. Ο περαματάρης μούτρωσε και ακολούθησε το πλήρωμά του.

Οι οπλές του Κλάουντ άφηναν κούφιους κρότους στην ομίχλη, καθώς ο Ραντ προχωρούσε επιφυλακτικά στην αποβάθρα. Η γκρίζα θολούρα εδώ ήταν πυκνή, όσο και πάνω από το ποτάμι. Στην αρχή της αποβάθρας ο Πρόμαχος μοίραζε νομίσματα, περικυκλωμένος από τους δαυλούς του Χαϊτάουερ και των ανθρώπων του. Όλοι οι άλλοι, εκτός από τη Μουαραίν, περίμεναν μαζεμένοι κι ανήσυχοι λίγο παραπέρα. Η Άες Σεντάι στεκόταν κοιτάζοντας τον ποταμό, αλλά το τι έβλεπε ήταν κάτι που ο Ραντ δεν μπορούσε να καταλάβει. Τρεμούλιασε και ανέβασε το μανδύα του, αν και είχε ρουφήξει υγρασία. Τώρα πια είχε βγει έξω από τους Δύο Ποταμούς και του φαινόταν ότι βρισκόταν πολύ πιο μακριά από όσο ήταν το πλάτος ενός ποταμού.