Ο Θομ ξεφύσηξε και κούνησε το κεφάλι. “Ζητώ συγνώμη, Άες Σεντάι. Ελπίζω να μην σε πρόσβαλα”.
“Ε, Μου... ε, Άες Σεντάι”. Ο Ματ κοντοστάθηκε και ξεροκατάπιε δυνατά. “Το πέραμα... ε.... μήπως εσύ... θέλω να πω... δεν καταλαβαίνω γιατί...” Τα λόγια του ξεψύχησαν και η σιωπή ήταν τόσο βαθιά, που ο πιο δυνατός ήχος που άκουγε ο Ραντ ήταν η δική του ανάσα.
Τελικά η Μουαραίν μίλησε και η φωνή της γέμισε παγωνιά την άδεια σιωπή. “Όλοι θέλετε εξηγήσεις, αλλά, αν σας εξηγούσα κάθε πράξη μου, δεν θα προλάβαινα να κάνω τίποτα άλλο”. Στο φως του φεγγαριού, η Άες Σεντάι έμοιαζε με κάποιον τρόπο ψηλότερη, σχεδόν ορθωνόταν απειλητικά από πάνω τους. “Μάθετε κάτι. Σκοπεύω να φτάσετε ασφαλείς στην Ταρ Βάλον. Αυτό είναι το μόνο που πρέπει να ξέρετε”.
“Αν κάτσουμε κι άλλο εδώ”, είπε ο Λαν, “το Ντραγκχάρ δεν θα χρειαστεί να ψάξει στο ποτάμι. Αν θυμάμαι καλά...” Οδήγησε το άλογά του στην ανηφόρα της όχθης του ποταμού.
Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν κάτι να είχε χαλαρώσει στο στήθος του μ’ αυτή την κίνηση του Πρόμαχου. Άκουσε κι άλλους να κάνουν το ίδιο, ακόμα και τον Θομ και θυμήθηκε ένα παλιό γνωμικό. Καλύτερα να φτύσεις στο μάτι λύκου, παρά να θυμώσεις μια Άες Σεντάι. Η ένταση όμως είχε πέσει. Η Μουαραίν δεν ορθωνόταν από πάνω τους· μόλις που έφτανε ως το στήθος του.
“Δεν φαντάζομαι να μπορούσαμε να ξεκουραστούμε λιγάκι”, είπε ο Πέριν με ελπίδα, τονίζοντας τα λόγια του μ’ ένα χασμουρητό. Η Εγκουέν, που έγερνε στη Μπέλα, αναστέναξε κουρασμένα.
Ο Ραντ πρώτη φορά την άκουγε να βγάζει ήχο που να μοιάζει με παράπονο. Ίσως τώρα αντιλαμβάνεται ότι όλα αυτά δεν είναι καμιά θαυμαστή περιπέτεια. Έπειτα θυμήθηκε με κάποια ενοχή ότι η Εγκουέν, αντίθετα από αυτόν, δεν κοιμόταν όλη τη μέρα. “Πρέπει να ξεκουραστούμε, Μουαραίν Σεντάι”, είπε. “Στο κάτω-κάτω, όλη τη νύχτα ήμασταν στα άλογα”.
“Τότε προτείνω να δούμε τι μας έχει ο Λαν”, είπε η Μουαραίν. “Ελάτε”.
Ανηφόρισαν την όχθη πίσω της, μπήκαν στο δάσος πέρα από το ποτάμι. Τα γυμνά κλαριά έκαναν τις σκιές πιο πυκνές. Εκατό απλωσιές από τον Τάρεν έφτασαν σε ένα σκούρο λοφάκι πλάι σε ένα ξέφωτο. Εδώ μια παλιά πλημμύρα είχε σκάψει και είχε αναποδογυρίσει μια ολόκληρη συστάδα δέντρων και τα είχε ενώσει, δημιουργώντας ένα μεγάλο και πυκνό σύμφυρμα, μια φαινομενικά συμπαγή μάζα από κορμούς και κλαδιά και ρίζες. Η Μουαραίν σταμάτησε και ξαφνικά ένα φως εμφανίστηκε χαμηλά στο έδαφος, που έβγαινε από το σωρό των δέντρων.
Ο Λαν, κρατώντας μπροστά του ένα κοντό δαυλό, βγήκε έρποντας από κάτω από το σωρό και σηκώθηκε. “Δεν είχαμε ανεπιθύμητους επισκέπτες”, είπε στη Μουαραίν. “Και τα ξύλα που άφησα είναι ακόμα στεγνά, έτσι άναψα φωτιά. Θα ξεκουραστούμε στα ζεστά”.
“Περίμενες ότι θα σταματήσουμε εδώ;” είπε έκπληκτη η Εγκουέν.
“Φαινόταν πιθανό μέρος”, αποκρίθηκε ο Λαν. “Μου αρέσει να είμαι προετοιμασμένος, αν συμβεί κάτι”.
Η Μουαραίν πήρε το δαυλό του. “Θα περιποιηθείς τα άλογα; Όταν τελειώσεις, θα κάνω ό,τι μπορώ για να τους ξεκουράσω όλους. Αυτή τη στιγμή θέλω να μιλήσω στην Εγκουέν. Εγκουέν;”
Ο Ραντ είδε τις δύο γυναίκες να σκύβουν και να χάνονται στο μεγάλο σωρό των κορμών. Υπήρχε ένα μικρό άνοιγμα, που μόλις αρκούσε για να περάσει κανείς έρποντας. Το φως του δαυλού χάθηκε.
Ο Λαν είχε συμπεριλάβει σάκους ταΐσματος και λίγη βρώμη στις προμήθειές τους, αλλά εμπόδισε τους άλλους να ξεσελώσουν τα άλογά τους. Αντίθετα, έβγαλε τα πέδικλα που είχε στα εφόδιά τους. “Θα αναπαύονταν καλύτερα χωρίς τις σέλες, αλλά, αν χρειαστεί να φύγουμε γρήγορα, ίσως να μην έχουμε χρόνο να τα ξανασελώσουμε”.
“Δεν βλέπω να θέλουν ξεκούραση”, είπε ο Πέριν, καθώς προσπαθούσε να ταιριάξει το σάκο ταΐσματος στη μουσούδα του αλόγου του. Το άλογο τίναξε λίγο το κεφάλι του και μετά τον άφησε να δέσει τα λουριά. Κι ο Ραντ, επίσης, δυσκολεύτηκε με τον Κλάουντ και χρειάστηκαν τρεις προσπάθειες για να περάσει το μουσαμαδένιο σάκο από τη μύτη του αλόγου.
“Τη χρειάζονται”, τους είπε ο Λαν. Έβαλε το πέδικλο στο άλογό του και σηκώθηκε. “Εντάξει, μπορούν να τρέξουν κι άλλο. Θα τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούν, αν τα αφήσουμε, μέχρι τη στιγμή που θα πέσουν νεκρά από εξάντληση, χωρίς να το καταλάβουν. Θα προτιμούσα να μην είχε κάνει η Μουαραίν Σεντάι αυτό που έκανε, αλλά ήταν αναγκαίο”. Χάιδεψε το λαιμό του αλόγου του κι εκείνο κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω, σαν σε ανταπόκριση στο άγγιγμα του Πρόμαχου. “Τις επόμενες μέρες θα πρέπει να πηγαίνουμε αργά, μέχρι να συνέλθουν. Πιο αργά απ’ όσο θα ήθελα. Αλλά, με λίγη τύχη, δεν θα χρειαστεί κάτι παραπάνω”.