“Αυτό είναι...;” Ο Ματ ξεροκατάπιε δυνατά. “Αυτό εννοούσε εκείνη; Για την κούρασή μας;”
Ο Ραντ χάιδεψε το λαιμό του Κλάουντ και κοίταξε πέρα στο πουθενά. Παρά τα όσα είχε κάνει η Άες Σεντάι για τον Ταμ, ο Ραντ δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη πάνω του. Φως μου, σχεδόν παραδέχθηκε ότι βούλιαζε το πέραμα.
“Κάτι τέτοιο”. Ο Λαν γέλασε πνιχτά. “Αλλά μην ανησυχείς μήπως πεθάνεις κι εσύ από την κούραση. Εκτός αν τα πράγματα χειροτερέψουν πολύ. Πες ότι είναι σαν να κοιμήθηκες μια νύχια παραπάνω”.
Η στριγκλιά ενός Ντραγκχάρ αντιλάλησε ξαφνικά στο ομιχλώδες ποτάμι. Ακόμα και τα άλογα πάγωσαν. Ξανακούστηκε, πιο κοντά αυτή τη φορά, και ξανά, τρυπώντας το κρανίο του Ραντ σαν βελόνα. Έπειτα, οι στριγκλιές απομακρύνθηκαν και έσβησαν για τα καλά.
“Τύχη”, είπε χαμηλόφωνα ο Λαν. “Μας ψάχνει στο ποτάμι”. Σήκωσε τους ώμους και συνέχισε με πρακτικό ύφος. “Ας μπούμε μέσα. Δεν θα έλεγα όχι για λίγο ζεστό τσάι και κάτι για να κόψω την πείνα μου”.
Πρώτος ο Ραντ σύρθηκε στα τέσσερα, μέσα από το άνοιγμα στον κόμπο των δέντρων και κατηφόρισε μια κοντή σήραγγα. Στην άκρη της σταμάτησε, γονατιστός. Μπροστά υπήρχε ένας χώρος με ακανόνιστο σχήμα, μια ξύλινη σπηλιά, αρκετή για να τους χωρέσει όλους. Η οροφή, από κορμούς και κλαδιά, ήταν χαμηλή και μόνο οι γυναίκες μπορούσαν να σταθούν. Υπήρχε αναμμένη φωτιά σε ένα στρώμα από ποταμίσιες πέτρες, με τον καπνό να ανεβαίνει ψηλά· ένα αεράκι απάλλασσε το χώρο από τον καπνό, αλλά η στέγη και οι τοίχοι ήταν σφιχτοπλεγμένοι και δεν φαινόταν απ’ έξω ούτε σπίθα από τη φωτιά. Η Μουαραίν και η Εγκουέν, με τους μανδύες πεταμένους στην άκρη, κάθονταν σταυροπόδι, αντικριστά δίπλα στη φωτιά.
“Η Μία Δύναμη”, έλεγε η Μουαραίν, “προέρχεται από την Αληθινή Πηγή, την κινητήρια δύναμη της Δημιουργίας, τη δύναμη που έκανε ο Δημιουργός για να γυρνά τον Τροχό του Χρόνου”. Ένωσε τα χέρια μπροστά της και τα έσπρωξε το ένα κόντρα στο άλλο. “Το σαϊντίν, το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής και το σαϊντάρ, το θηλυκό μισό, δουλεύουν το ένα εναντίον του άλλου και ταυτοχρόνως μαζί, για να προσφέρουν αυτή τη δύναμη. Το σαϊντίν” -ύψωσε το ένα χέρι, το άφησε να πέσει- “έχει μολυνθεί από το άγγιγμα του Σκοτεινού, σαν νερό με ένα λεπτό στρώμα ταγγισμένου λαδιού που επιπλέει στην επιφάνεια. Το νερό είναι ακόμα αγνό, αλλά δεν μπορείς να το αγγίξεις χωρίς να αγγίξεις το μόλυσμα. Μόνο το σαϊντάρ είναι ασφαλές για να το χρησιμοποιήσει κανείς”. Η Εγκουέν καθόταν με την πλάτη γυρισμένη στον Ραντ. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, αλλά εκείνη έγερνε μπροστά συνεπαρμένη.
Ο Ματ σκούντησε τον Ραντ από πίσω, του μουρμούρισε κάτι και μπήκε στη σπηλιά των δέντρων. Η Μουαραίν και η Εγκουέν αγνόησαν τον ερχομό του. Πίσω του ήρθαν και στριμώχτηκαν και οι άλλοι, έβγαλαν τους μουσκεμένους μανδύες τους, κάθισαν αναπαυτικά γύρω από τη φωτιά, άπλωσαν τα χέρια στη ζεστασιά της. Ο Λαν, ο τελευταίος που μπήκε, πήρε φλασκιά και δερμάτινους σάκους από μια εσοχή του τοίχου, έβγαλε ένα κατσαρολάκι, και άρχισε να ετοιμάζει τσάι. Δεν έδωσε σημασία σ’ αυτά που έλεγαν οι γυναίκες, αλλά οι φίλοι του Ραντ, σιγά-σιγά, έπαψαν να ζεσταίνουν τα χέρια στη φωτιά και γύρισαν να τις βλέπουν απροκάλυπτα. Ο Θομ έκανε πως αφιέρωνε όλο του το ενδιαφέρον στο γέμισμα της περίπλοκα σκαλισμένης πίπας του, αλλά τον πρόδιδε ο τρόπος που έγερνε προς τις γυναίκες. Η Μουαραίν και η Εγκουέν φέρονταν σαν να ήταν μόνες.
“Όχι”, είπε η Μουαραίν, απαντώντας σε μια ερώτηση που δεν είχε ακούσει ο Ραντ, “η Αληθινή Πηγή δεν μπορεί να στερέψει, όπως και ο τροχός του μύλου δεν μπορεί να κάνει το ποτάμι να στερέψει. Η Πηγή είναι το ποτάμι· οι Άες Σεντάι είναι ο τροχός”.
“Και στ’ αλήθεια, νομίζεις ότι μπορώ να μάθω;” ρώτησε η Εγκουέν. Το πρόσωπό της άστραφτε από ενθουσιασμό. Ο Ραντ ποτέ δεν την είχε δει τόσο όμορφη, ή τόσο απόμακρη. “Μπορώ να γίνω Άες Σεντάι;”
Ο Ραντ πήδηξε πάνω, χτυπώντας το κεφάλι του στη χαμηλή οροφή από κούτσουρα. Ο Θομ Μέριλιν τον άρπαξε από το μπράτσο και τον τράβηξε πάλι κάτω.
“Μην είσαι βλάκας”, μουρμούρισε ο Βάρδος. Κοίταξε τις γυναίκες —δεν έδειχναν να έχουν προσέξει τη σκηνή- και έριξε στον Ραντ ένα βλέμμα συμπάθειας. “Το ζήτημα έχει φύγει από τα χέρια σου, αγόρι μου”.
“Παιδί μου”, είπε ήρεμα η Μουαραίν, “ελάχιστοι άνθρωποι μαθαίνουν να αγγίζουν την Αληθινή Πηγή και να χρησιμοποιούν τη Μία Δύναμη. Μερικοί μαθαίνουν περισσότερα, μερικοί λιγότερα. Υπάρχουν μόνο μια χούφτα άνθρωποι, μαζί κι εσύ, που δεν χρειάζονται να μάθουν. Ή, τουλάχιστον, θα σου έρθει το άγγιγμα της Πηγής, είτε το θέλεις είτε όχι. Δίχως όμως τη διδασκαλία που θα μπορέσεις να λάβεις στην Ταρ Βάλον δεν θα μάθεις ποτέ να τη διαβιβάζεις πλήρως και ίσως να μην επιβιώσεις. Φυσικά, οι άνδρες, στους οποίους γεννιέται μέσα τους η ικανότητα να αγγίζουν το σαϊντίν, πεθαίνουν, αν δεν τους βρουν και δεν τους ειρηνέψει το Κόκκινο Άτζα...”