Выбрать главу

Οι περισσότεροι τίναζαν τους ώμους κι έλεγαν, “Ε, θα ζήσουμε, Φωτός θέλοντος”. Μερικοί χαμογελούσαν πλατιά και πρόσθεταν, “Κι αν δεν θέλει το Φως, πάλι θα ζήσουμε”.

Έτσι ήταν ο περισσότερος κόσμος στους Δύο Ποταμούς. Οι άνθρωποι που είχαν δει το χαλάζι να δέρνει τα σπαρτά και τους λύκους να παίρνουν τα πρόβατα και αναγκάζονταν να ξαναρχίσουν απ’ την αρχή, όσες χρονιές κι αν γινόταν το ίδιο, δεν σήκωναν εύκολα τα χέρια. Όσοι τα σήκωναν, είχαν χαθεί από καιρό.

Ο Ταμ δεν θα σταματούσε για τον Γουίτ Κόνγκαρ, αλλά ο άνδρας βγήκε στο δρόμο, αναγκάζοντάς τους να σταθούν, γιατί αλλιώς θα τον πατούσε η Μπέλα. Οι Κόνγκαρ —και οι Κόπλιν οι δύο οικογένειες παντρεύονταν μεταξύ τους τόσο συχνά, που κανένας δεν ήξερε, στ’ αλήθεια, που τέλειωνε το ένα σόι και πού άρχιζε το άλλο― ήταν γνωστοί από το Λόφο της Σκοπιάς ως το Ντέβεν Ράιντ, ίσως ακόμα και πιο μακριά, ως το Τάρεν Φέρυ, σαν γκρινιάρηδες και ταραξίες.

“Πρέπει να τα πάω στον Μπραν αλ’Βερ, Γουίτ”, είπε ο Ταμ, δείχνοντας με το κεφάλι τα βαρέλια στο κάρο, αλλά ο λιπόσαρκος άνδρας δεν σάλεψε βήμα και συνέχισε να έχει την ίδια ξινή έκφραση. Προηγουμένως ήταν ξαπλωμένος στα μπροστινά σκαλιά του σπιτιού του, αντί να είναι ανεβασμένος στη στέγη, παρ’ όλο που η καλαμοσκεπή έδειχνε να χρειάζεται τη φροντίδα του μάστρο Μπούι. Ποτέ δεν φαινόταν έτοιμος να αρχίσει κάτι ξανά, ή να τελειώσει αυτό που άρχιζε. Οι πιο πολλοί από τους Κόπλιν και τους Κόνγκαρ ήταν ίδιοι και οι άλλοι ήταν χειρότεροι.

“Τι θα κάνουμε με τη Νυνάβε, αλ’Θορ;” ζήτησε να μάθει ο Κόνγκαρ. “Δεν γίνεται να έχουμε τέτοια Σοφία στο Πεδίο του Έμοντ”.

Ο Ταμ βαριαναστέναξε. “Δεν είναι για μας αυτά, Γουίτ. Η Σοφία είναι υπόθεση των γυναικών”.

“Πάντως κάτι πρέπει να κάνουμε, αλ’Θορ. Είπε ότι θα έχουμε γλυκό χειμώνα. Και καλή σοδειά. Τώρα, όταν τη ρωτάς τι ακούει στον άνεμο, μουτρώνει και σου γυρνά την πλάτη”.

“Αν τη ρώτησες με το δικό σου τρόπο, Γουίτ”, είπε ο Ταμ υπομονετικά, “είσαι τυχερός που δεν σε βάρεσε με το ραβδί της. Να με συμπαθάς τώρα , αλλά το μπράντυ...”

“Η Νυνάβε αλ’Μεάρα παραείναι μικρή, δεν ταιριάζει για Σοφία, αλ’Θορ. Αν δεν κάνει κάτι ο Κύκλος των Γυναικών, τότε κάτι πρέπει να κάνει το Συμβούλιο του Χωριού”.

“Και τι δουλειά έχεις εσύ με τη Σοφία, Γουίτ Κόνγκαρ;” βρυχήθηκε μια γυναικεία φωνή. Το πρόσωπο του Γουίτ έκανε ένα μορφασμό, καθώς μια γυναίκα έβγαινε με αποφασισμένο βήμα από το σπίτι. Η Νταίζε Κόνγκαρ είχε το διπλό φάρδος από τον Γουίτ, βλοσυρό πρόσωπο και ούτε ένα γραμμάριο λίπους πάνω της. Τον αγριοκοίταξε, στηρίζοντας τις γροθιές στους γοφούς της. “Κάνε πως χώνεις τη μύτη σου στον Κύκλο των Γυναικών και θα δούμε αν θα σ’ αρέσει να μαγειρεύεις μόνος σου. Αλλά όχι στην κουζίνα μου. Και να πλένεις τα ρούχα σου και να στρώνεις το κρεβάτι σου, μόνος σου. Αλλά όχι κάτω από τη δική μου στέγη”.

“Αλλά, Νταίζε”, κλαψούρισε ο Γουίτ, “το μόνο που είπα ήταν ότι...”

“Με συγχωρείς, Νταίζε”, είπε ο Ταμ. “Γουίτ. Είθε το Φως να λάμπει πάνω σας”. Έκανε την Μπέλα να προχωρήσει και να προσπεράσει τον λιπόσαρκο άνδρα. Η Νταίζε είχε στρέψει την προσοχή στον σύζυγό της, αλλά σύντομα θα καταλάβαινε με ποιον μιλούσε πριν ο Γουίτ.

Αυτός ήταν ο λόγος που είχαν πει όχι και στους άλλους που τους προσκαλούσαν να σταματήσουν για να φάνε, ή να πιουν κάτι ζεοτό. Όταν οι νοικοκυρές του Πεδίου του Έμοντ έβλεπαν τον Ταμ, ορμούσαν σαν λαγωνικά που βλέπουν λαγό. Όλες, μα όλες, ήξεραν την τέλεια νύφη για έναν χήρο που είχε ένα καλό αγρόκτημα, έστω κι αν αυτό ήταν στο Δυτικό Δάσος.

Ο Ραντ προχωρούσε γοργά σαν τον Ταμ, ίσως και ακόμα πιο βιαστικά. Όταν ο Ταμ δεν ήταν κοντά του, μερικές φορές τον στρίμωχναν στη γωνία, δίχως τρόπο διαφυγής, πέραν της αγένειας. Τον παγίδευαν σ’ ένα σκαμνί κοντά στη φωτιά, τον τάιζαν γλυκά, ή μελόπιτες, ή κρεατόπιτες. Και πάντα τα μάτια της νοικοκυράς τον μετρούσαν και τον ζύγιζαν, με ακρίβεια ζυγαριάς και μεζούρας εμπόρου, ενώ του έλεγε ότι αυτό που έτρωγε δεν ήταν τόσο καλό όσο η μαγειρική της χήρας αδερφής της, ή της δεύτερης πιο μεγάλης ξαδέρφης της. Τα χρόνια περνούσαν για τον Ταμ, του έλεγε. Ήταν πολύ καλό που αγαπούσε τόσο τη γυναίκα του —ευχάριστο προμήνυμα για την επόμενη γυναίκα στη ζωή του- αλλά αρκετά την είχε θρηνήσει. Ο Ταμ χρειαζόταν μια καλή γυναίκα. Ήταν γεγονός, έλεγε, ή σχεδόν γεγονός, ότι ο άνδρας δεν τα βγάζει πέρα χωρίς να έχει μια γυναίκα για να τον φροντίζει και να τον προσέχει μην μπλέξει. Οι χειρότερες ήταν εκείνες που, σ’ αυτό το σημείο, κοντοστέκονταν σκεφτικά και ύστερα τον ρωτούσαν, με επιτηδευμένη αδιαφορία, πόσων χρονών ήταν αυτός.