Ο Θομ γρύλισε βαθιά στο λαρύγγι του και ο Ραντ σάλεψε αμήχανα. Αντρες σαν αυτούς για τους οποίους μιλούσε η Άες Σεντάι ήταν σπάνιοι ―σ’ όλη του τη ζωή είχε ακούσει μόνο για τρεις- και οι ζημιές που έκαναν, πριν τους βρουν οι Άες Σεντάι, ήταν πάντα τόσο μεγάλες που τα νέα έφταναν μακριά, σαν νέα για πολέμους, ή σεισμούς που κατέστρεφαν πόλεις. Ποτέ δεν είχε καταλάβει τι έκαναν τα Άτζα. Σύμφωνα με τις ιστορίες, υπήρχαν ομάδες μεταξύ των Άες Σεντάι, που έμοιαζαν, πάνω απ’ όλα, να μηχανορραφούν και να τσακώνονται μεταξύ τους, αλλά σ’ όλες τις ιστορίες ένα σημείο ήταν σαφές. Το Κόκκινο Άτζα είχε ως πρωταρχικό καθήκον να εμποδίσει άλλο ένα Τσάκισμα του Κόσμου και το έκανε κυνηγώντας όσους άνδρες είχαν ονειρευτεί, έστω, να χαλιναγωγήσουν τη Μία Δύναμη. Ο Ματ και ο Πέριν, ξαφνικά, ευχήθηκαν να βρίσκονταν στα σπίτια τους, στα κρεβάτια τους.
“...αλλά πεθαίνουν και μερικές από τις γυναίκες. Είναι δύσκολο να μάθεις δίχως οδηγό. Οι γυναίκες που δεν βρίσκουμε, όσες ζήσουν, συχνά γίνονται... να, σ’ αυτά τα μέρη μια τέτοια ίσως γινόταν Σοφία του χωριού της”. Η Άες Σεντάι σταμάτησε, σκεπτική. “Το αρχαίο αίμα είναι δυνατό στο Πεδίο του Έμοντ, το αρχαίο αίμα τραγουδά. Κατάλαβα τι είσαι τη στιγμή που σε είδα. Καμία Άες Σεντάι δεν μπορεί να σταθεί μπροστά σε μια γυναίκα που μπορεί να διαβιβάζει, ή που είναι κοντά στην αλλαγή της, χωρίς να το νιώσει”. Έψαξε στο σακούλι που είχε στη ζώνη της και έβγαλε το μικρό γαλάζιο πετράδι με τη χρυσή αλυσίδα, που φορούσε νωρίτερα στα μαλλιά της. “Είσαι πολύ κοντά στην αλλαγή σου, στο πρώτο άγγιγμα. Το καλύτερο θα είναι να σε καθοδηγήσω. Έτσι θα αποφύγεις τις... δυσάρεστες παρενέργειες, που έχουν όλοι όσοι πρέπει να βρουν το δρόμο μόνοι τους”.
Η Εγκουέν κοίταξε την πέτρα με μάτια διάπλατα και έγλειψε αρκετές φορές τα χείλη. “αυτό... έχει τη Δύναμη;”
“Και βέβαια όχι”, είπε απότομα η Μουαραίν. “Παιδί μου, δεν έχουν Δύναμη τα πράγματα. Ακόμα κι ένα ανγκριάλ είναι απλώς εργαλείο. Αυτό εδώ δεν είναι παρά μια όμορφη γαλάζια πέτρα. Αλλά μπορεί να βγάλει φως. Να”.
Τα χέρια της Εγκουέν έτρεμαν, καθώς η Μουαραίν ακουμπούσε την πέτρα στα ακροδάχιυλά της. Έκανε να οπισθοχωρήσει, αλλά η Άες Σεντάι με το ένα χέρι έπιασε τα δικά της και με το άλλο άγγιξε απαλά το κεφάλι της Εγκουέν.
“Κοίτα την πέτρα”, είπε απαλά η Άες Σεντάι. “Έτσι είναι καλύτερα, παρά να ψάχνεις μόνη σου στα τυφλά. Καθάρισε το μυαλό σου και άσε τον εαυτό σου να αιωρείται. Υπάρχει μόνο η πέτρα και το κενό. Θα αρχίσω εγώ. Αιωρήσου και άσε με να σε καθοδηγήσω. Μην κάνεις σκέψεις. Αιωρήσου”.
Τα δάχτυλα του Ραντ κρατούσαν με δύναμη τα γόνατά του· έσφιγγε τα σαγόνια, τόσο που πονούσαν. Πρέπει να αποτύχει. Πρέπει.
Φως άνθισε στην πέτρα, μόνο μια γαλάζια αστραπή που χάθηκε, όχι δυνατότερη από φως πυγολαμπίδας, αλλά το πρόσωπό του συσπάστηκε, σαν να τον είχε τυφλώσει. Η Εγκουέν και η Μουαραίν ατένιζαν μέσα στην πέτρα, με πρόσωπα ανέκφραστα. Αλλη μια αστραπή φάνηκε και ύστερα άλλη μία, ώσπου το κυανό φως παλλόταν, σαν καρδιά που χτυπούσε. Είναι η Άες Σεντάι, σκέφτηκε απελπισμένα. Το κάνει η Μουαραίν. Όχι η Εγκουέν.
Ένα τελευταίο, ασθενικό τρεμόσβημα και η πέτρα έμεινε απλό μπιχλιμπίδι. Ο Ραντ κράτησε την ανάσα του.
Η Εγκουέν για λίγο συνέχισε να ατενίζει το μικρό πετράδι και ύστερα ύψωσε το βλέμμα στη Μουαραίν. “Νόμισα... νόμισα πως ένιωσα... κάτι, αλλά... Ίσως να έκανες λάθος για μένα. Λυπάμαι που σπατάλησες το χρόνο σου”.
“Δεν σπατάλησα τίποτα, παιδί μου”. Ένα μειδίαμα ικανοποίησης πέταξε στα χείλη της Μουαραίν. “Το τελευταίο φως ήταν μόνο δικό σου”.
“Ναι;” αναφώνησε η Εγκουέν, αλλά βυθίστηκε πάλι στην απελπισία. “Μα μόλις που φαινόταν”.
“Τώρα κάνεις σαν χαζό χωριατοκόριτσο. Οι περισσότερες από αυτές που έρχονται στην Ταρ Βάλον πρέπει να μελετούν πολλούς μήνες, πριν κάνουν αυτό που έκανες μόλις τώρα. Ίσως φτάσεις μακριά. Ίσως, ακόμα και στην Έδρα της Άμερλιν, κάποια μέρα, αν μελετάς και δουλεύεις σκληρά”.
“Εννοείς...;” Με μια κραυγή αγαλλίασης, η Εγκουέν αγκάλιασε την Άες Σεντάι. “Σ’ ευχαριστώ. Ραντ, άκουσες; Θα γίνω Άες Σεντάι!”
13
Επιλογές
Πριν πέσουν για ύπνο, η Μουαραίν γονάτισε πλάι σε όλους και τους άγγιξε έναν-έναν με τα χέρια της, Ο Λαν μούγκρισε πως αυτός δεν είχε ανάγκη και δεν έπρεπε να κουράζεται, αλλά δεν προσπάθησε να τη σταματήσει. Η Εγκουέν ήταν πρόθυμη να δοκιμάσει αυτή την εμπειρία και ο Ματ με τον Πέριν έδειχναν καθαρά ότι τη φοβούνταν, αλλά επίσης φοβούνταν να πουν όχι. Ο Θομ τραβήχτηκε απότομα μακριά από τα χέρια της Άες Σεντάι, αλλά εκείνη άρπαξε το γκριζομάλλικο κεφάλι του, με μια ματιά που δεν δεχόταν αντιρρήσεις. Ο Βάρδος ήταν συνοφρυωμένος όση ώρα κράτησε αυτό. Εκείνη του χαμογέλασε κοροϊδευτικά όταν πήρε τα χέρια της. Ο Θομ κατσούφιασε κι άλλο, αλλά φάνηκε αναζωογονημένος. Όπως όλοι.