Ο Ραντ είχε χωθεί σε μια εσοχή του ακανόνιστου τοίχου, όπου έλπιζε ότι θα περνούσε απαρατήρητος. Τα μάτια του θέλησαν να κλείσουν από μόνα τους, όταν ακούμπησε πίσω στα σωριασμένα ξύλα, αλλά δεν τους το επέτρεψε. Έκλεισε με τη γροθιά του το στόμα του για να πνίξει ένα χασμουρητό. Λίγος ύπνος, μια-δυο ώρες και θα ξεκουραζόταν. Η Μουαραίν όμως δεν τον ξέχασε.
Έκανε μια γκριμάτσα, όταν τα δροσερά δάχτυλά της άγγιξαν το πρόσωπό του και είπε, “Δεν-” Τα μάτια του γούρλωσαν με θαυμασμό. Η κούραση βγήκε από μέσα του, σαν νερό που κυλούσε δε λοφοπλαγιά· τα πονάκια και τα μουδιάσματα έγιναν θαμπές αναμνήσεις και χάθηκαν. Την κοίταξε χάσκοντας. Εκείνη απλώς χαμογέλασε και πήρε τα χέρια της.
“Έγινε”, του είπε, και καθώς στεκόταν μπροστά του μ’ ένα χαμόγελο κούρασης, ο Ραντ θυμήθηκε πως δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο για τον εαυτό της. Πράγματι, η Μουαραίν ήπιε λίγο τσάι, αρνήθηκε να πάρει από το ψωμί και το τυρί που πήγε να της δώσει ο Λαν και κουλουριάστηκε κοντά στη φωτιά. Φάνηκε να αποκοιμιέται την ίδια στιγμή που κουκουλώθηκε με το μανδύα της.
Οι άλλοι, όλοι εκτός από τον Λαν, ξάπλωναν για να κοιμηθούν όπου έβρισκαν μέρος για να απλώσουν το κορμί τους, αλλά ο Ραντ δεν καταλάβαινε γιατί. Ένιωθε σαν να είχε ήδη κοιμηθεί ολόκληρη νύχτα σε καλό κρεβάτι. Όμως, μόλις έγειρε πίσω στον τοίχο των ξύλων, ο ύπνος τον παρέσυρε. Όταν, μετά από μια ώρα, τον κέντρισε ο Λαν για να σηκωθεί, ένιωθε σαν να ξεκουραζόταν τρεις μέρες συνέχεια.
Ο Πρόμαχος τους ξύπνησε όλους, εκτός από τη Μουαραίν, και φρόντισε να μην ακουστεί κανένας ήχος που θα την ενοχλούσε. Ακόμα κι έτσι, δεν τους άφησε να μείνουν πολύ σ’ αυτή τη βολική σπηλιά των δέντρων. Πριν βρεθεί ρ ήλιος μια πιθαμή πάνω από τον ορίζοντα, είχαν καθαρίσει κάθε ίχνος, που θα φανέρωνε πως είχε περάσει κανείς από κει και είχαν ανέβει όλοι στα άλογα με κατεύθυνση το Μπάερλον, πηγαίνοντας αργά, για να μην τα εξαντλήσουν. Τα μάτια της Άες Σεντάι ήταν σκοτεινά, αλλά καθόταν σταθερά στη σέλα, με το κορμί ίσιο.
Η ομίχλη ακόμα απλωνόταν πυκνή πάνω από το ποτάμι, ένας γκρίζος τοίχος, που αντιστεκόταν στις προσπάθειες του αδύναμου ήλιου να την κάψει, κρύβοντας τη θέα των Δύο Ποταμών. Ο Ραντ κοίταζε πάνω από τον ώμο του καθώς προχωρούσαν, ελπίζοντας να δει μια τελευταία εικόνα, έστω και του Τάρεν Φέρυ, ώσπου η ομιχλώδης όχθη χάθηκε από τα μάτια του.
“Δεν φανταζόμουν πως θα βρισκόμουν ποτέ τόσο μακριά από το σπίτι”, είπε, όταν τελικά τα δέντρα έκρυψαν την ομίχλη και το ποτάμι. “Θυμάστε που κάποτε ο Λόφος της Βίγλας φαινόταν μακρινός;” Πριν δυο μέρες, τότε ήταν. Σαν να πέρασαν χρόνια.
“Σε κανά-δυο μήνες θα γυρίσουμε”, είπε ο Πέριν με ζορισμένη φωνή. “Σκεφτείτε τι θα έχουμε να λέμε”.
“Ακόμα και οι Τρόλοκ δεν μπορεί να μας κυνηγούν για πάντα”, είπε ο Ματ. “Κάψε με, δεν μπορούν”. Κοίταξε γύρω του, βαριαναστέναξε και σωριάστηκε στη σέλα, σαν να μην πίστευε λέξη απ’ όσα είχαν ειπωθεί.
“Άντρες!” είπε η Εγκουέν περιφρονητικά. “Όλο σαχλαμάρες για περιπέτειες ήσασταν και τώρα που τις ζείτε αρχίσατε να λέτε κιόλας για το σπίτι”. Κράτησε το κεφάλι της ψηλά, όμως ο Ραντ πρόσεξε ένα τρέμουλο στη φωνή της, τώρα που τίποτα δεν φαινόταν από τους Δύο Ποταμούς.
Ούτε η Μουαραίν, ούτε ο Λαν έκαναν καμία προσπάθεια για να τους καθησυχάσουν, ούτε μια λέξη για να τους πουν ότι φυσικά και θα ξαναγυρνούσαν. Προσπάθησε να μην σκεφτεί τι σήμαινε αυτό. Ακόμα και τώρα, που ήταν ξεκούραστος, είχε μέσα του πολλές αμφιβολίες και δεν ήθελε άλλες. Κάθισε στη σέλα του καμπουριάζοντας και είδε, σαν σε όνειρο, ότι φρόντιζε τα πρόβατα μαζί με τον Ταμ, σε ένα λιβάδι με πλούσιο γρασίδι και κορυδαλλούς που κελαηδούσαν ένα ανοιξιάτικο πρωινό. Είδε ότι πήγαινε στο Πεδίο του Έμοντ, με το Μπελ Τάιν όπως ήταν κανονικά, είδε ότι χόρευε στο Πράσινο, με μόνη έγνοια του μήπως έχανε το βήμα και σκόνταφτε. Κατάφερε να χαθεί εκεί για πολλή ώρα.
Το ταξίδι στο Μπάερλον κράτησε σχεδόν μια βδομάδα. Ο Λαν μουρμούριζε ότι βραδυπορούσαν, μα ήταν ο ίδιος που όριζε το ρυθμό τους και ανάγκαζε τους άλλους να τον ακολουθούν. Δεν ήταν τόσο επιεικής με τον εαυτό του, ή το άλογό του, τον Μαντάρμπ —που, όπως είπε, σήμαινε “Λεπίδα” στην Παλιά Γλώσσα. Ο Πρόμαχος καθημερινά ταξίδευε διπλή απόσταση από τους υπόλοιπους, με τον μανδύα του που άλλαζε χρώματα να ανεμίζει, καθώς κάλπαζε μπροστά για να ανιχνεύσει ό,τι τους περίμενε, ή έμενε πίσω για να δει τα ίχνη τους. Εκείνους που προσπάθησαν να κάνουν πιο γρήγορα, τους έβαζε στη θέση τους με μερικά τσουχτερά λόγια, για την ανάγκη να φροντίζουν τα άλογά τους και τους ρωτούσε με καυστικό τόνο, αν θα τα έβγαζαν πέρα πεζή με τους Τρόλοκ. Ακόμα και η Μουαραίν δεν γλίτωνε από τη γλώσσα του, όταν άφηνε τη λευκή φοράδα της να ταχύνει το βήμα. Αλντίμπ, έτσι λεγόταν η φοράδα· “Δυτικός Άνεμος”, στην Παλιά Γλώσσα, ο άνεμος που φέρνει τις ανοιξιάτικες βροχές.