Οι περιπολίες του Πρόμαχου δεν εντόπισαν ίχνος που να δείχνει ότι τους καταδίωκαν, ή ότι τους είχαν στήσει ενέδρα. Μιλούσε μόνο στη Μουαραίν γι’ αυτά που έβλεπε και χαμηλόφωνα, ώστε να μην μπορούν να τον ακούσουν και η Άες Σεντάι πληροφορούσε τους άλλους για ό,τι, κατά τη γνώμη της, έπρεπε να ξέρουν. Στην αρχή, ο Ραντ, κοίταζε εξίσου συχνά πάνω από τον ώμο του, όσο και μπροστά του. Δεν ήταν ο μόνος. Στην αρχή, ο Πέριν, συχνά άγγιζε το τσεκούρι του με το δάχτυλο και ο Ματ προχωρούσε με ένα βέλος έτοιμο στο τόξο του. Αλλά η περιοχή δεν είχε ούτε Τρόλοκ, ούτε μορφές με μαύρους μανδύες, ο ουρανός ήταν άδειος από Ντραγκχάρ. Ο Ραντ, σιγά-σιγά, πίστεψε πως είχαν ξεφύγει.
Δεν υπήρχε μέρος για να κρυφτούν, ακόμα και στα πιο πυκνά σημεία του δάσους. Ο χειμώνας ήταν δριμύς στα βόρεια του Τάρεν, όπως και στους Δύο Ποταμούς. Συστάδες από πεύκα ή έλατα, ή σημύδες και λιγοστά σανταλόδεντρα και δάφνες πού και πού, στόλιζαν ένα δάσος, που κατά τα άλλα ήταν γεμάτο γυμνά, γκρίζα κλαριά. Ούτε ακόμα και οι αφροξυλιές δεν είχαν φύλλα. Μόνο κάποια σκόρπια χλωρά βλαστάρια ξεχώριζαν στις εκτάσεις από μαραμένα, καφετιά χορτάρια, τα οποία μένουν μετά τα χιόνια του χειμώνα. Κι εδώ, επίσης, τα περισσότερα φυτά που κατόρθωναν να φυτρώσουν, δεν ήταν παρά τσουκνίδες και σκληρά γαϊδουράγκαθα και ζιζάνια. Στο γυμνό χώμα του δάσους υπήρχε ακόμα λίγο χιόνι, μπαλώματα εδώ κι εκεί, κάτω από τα χαμηλότερα κλαριά των αειθαλών. Όλοι τυλίγονταν σφιχτά με τους μανδύες τους, γιατί το αδύναμο φως του ήλιου δεν άφηνε καθόλου ζέστη και το κρύο της νύχτας τους περόνιαζε. Όπως στους Δύο Ποταμούς, έτσι κι εδώ δεν υπήρχαν πουλιά στον αέρα, ούτε καν κοράκια.
Προχωρούσαν, αργά μεν, αλλά κάθε άλλο παρά αμέριμνα. Ο Βόρειος Δρόμος —ο Ραντ ακόμα έτσι τον έλεγε, αν και υποψιαζόταν πως εδώ, βόρεια του Τάρεν, ίσως να είχε άλλο όνομα- είχε ακόμα κατεύθυνση προς το βορρά, όμως, κατόπιν επιμονής του Λαν, ακολουθούσαν μια φιδίσια διαδρομή, στρίβοντας συνεχώς μέσα στο δάσος και ξαναβγαίνοντας στο δρόμο με το σκληρό, πατημένο χώμα. Η όψη ενός χωριού ή ενός αγροκτήματος, ή οποιουδήποτε ίχνους ανθρώπων ή πολιτισμού, τους ανάγκαζε να κάνουν παράκαμψη μιλίων για να το αποφύγουν, αν και ήταν λίγα αυτά τα περιστατικά. Όλη την πρώτη μέρα ο Ραντ δεν είχε δει το παραμικρό σημάδι, με εξαίρεση το δρόμο, ότι είχε πατήσει ποτέ άνθρωπος σε κείνα τα δάση. Του πέρασε από το μυαλό πως, ακόμα και όταν είχε πάει στη ρίζα των Ορέων της Ομίχλης, δεν ήταν τόσο απομακρυσμένος από τον ανθρώπινο κόσμο όσο τώρα.
Όταν είδε το πρώτο αγρόκτημα —ένα μεγάλο ξύλινο σπίτι, ένας ψηλός αχυρώνας με μυτερή καλαμοσκεπή και με καπνό να βγαίνει από μια πέτρινη καμινάδα- ένιωσε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός.
“Δεν είναι διαφορετικό από τα σπίτια στην πατρίδα”, είπε ο Πέριν, κοιτάζοντας συνοφρυωμένος τα μακρινά κτίρια, που μόλις φαινόταν ανάμεσα από τα δέντρα. Στην αυλή πηγαινοέρχονταν άνθρωποι, που ακόμα δεν είχαν αντιληφθεί τους ταξιδιώτες.
“Πώς δεν είναι”, είπε ο Ματ. “Μόνο που είμαστε μακριά και δεν φαίνεται καλά”.
“Σου λέω, δεν είναι διαφορετικό”, επέμεινε ο Πέριν.
“Πρέπει να ’ναι. Στο κάτω-κάτω, είμαστε βόρεια από το Τάρεν”.
“Σιωπή εσείς οι δύο”, γρύλισε ο Λαν. “Δεν θέλουμε να φανούμε, το ξεχάσατε; Από δω”. Στράφηκε προς τα δυτικά, για να κάνει κύκλο γύρω από το αγρόκτημα μέσα από τα δέντρα.
Ο Ραντ, κοιτάζοντας πίσω, σκέφτηκε πως ο Πέριν είχε δίκιο. Το αγρόκτημα έμοιαζε το ίδιο με κάθε αγρόκτημα του Πεδίου του Έμοντ. Ένα αγοράκι ανέβαζε νερό από το πηγάδι και, πίσω από ένα σιδερένιο φράχτη, κάποια μεγαλύτερα αγόρια πρόσεχαν πρόβατα. Είχε ακόμα και ξηραντήριο, για τον καπνό. Αλλά κι ο Ματ είχε δίκιο. Είμαστε βόρεια τον Τάρεν. Πρέπει να είναι διαφορετικό.
Πάντα σταματούσαν όσο υπήρχε ακόμα φως στον ουρανό, για να διαλέξουν μέρος επικλινές ώστε να φεύγουν τα νερά και προστατευμένο από τον άνεμο, που σπάνια καταλάγιαζε και απλώς άλλαζε κατεύθυνση. Η φωτιά που άναβαν ήταν πάντα μικρή και δεν την έβλεπες αν πήγαινες λίγα μέτρα παραπέρα κι όταν έφτιαχναν το τσάι έσβηναν τις φλόγες και έθαβαν τα κάρβουνα.