Στην πρώτη στάση τους, πριν χαθεί ο ήλιος, ο Λαν άρχισε να διδάσκει τα αγόρια τι να κάνουν με τα όπλα τους. Ξεκίνησε με το τόξο. Όταν είδε τον Ματ να ρίχνει τρία βέλη από τα εκατό βήματα σε ένα κόμπο, μεγάλο σαν ανθρώπινο κεφάλι, στο ροζιασμένο κορμό μιας πεθαμένης σημύδας, είπε στους άλλους να πάρουν τη θέση του. Ο Πέριν μιμήθηκε το κατόρθωμα του Ματ και ο Ραντ, επικαλούμενος τη φλόγα και το κενό, την άδεια γαλήνη που έκανε το τόξο μέρος του εαυτού του, ή τον εαυτό του μέρος του τόξου, έριξε τα τρία βέλη του έτσι που οι μύτες τους να ακουμπάνε. Ο Ματ τον συγχάρηκε μ’ ένα χτύπημα στον ώμο.
“Τώρα, αν είχατε όλοι τόξα”, είπε ξερά ο Πρόμαχος όταν τους είδε να χαμογελούν πλατιά, “και αν οι Τρόλοκ συμφωνούσαν να πλησιάσουν τόσο που να μην μπορείτε να τα χρησιμοποιήσετε...” Τα χαμόγελά τους χάθηκαν απότομα. “Για να δω τι μπορώ να σας μάθω για την περίπτωση που έρθουν τόσο κοντά”.
Έδειξε στον Πέριν λίγα για τη χρήση εκείνου του τσεκουριού με τη μεγάλη λεπίδα· ήταν άλλο να παίζεις με το τσεκούρι, ή να κόβεις ξύλα κι άλλο να το υψώνεις μπροστά σε κάποιον, ή σε κάτι, οπλισμένο. Έβαλε τον μεγαλόσωμο μαθητευόμενο σιδερά να αρχίσει μια σειρά ασκήσεων για μπλοκάρισμα, απόκρουση και χτύπημα και έκανε το ίδιο με τον Ραντ και το σπαθί του. Δεν ήταν τα τρελά άλματα και τα κοψίματα, που έβλεπε με το νου του ο Ραντ όποτε σκεφτόταν ότι το χρησιμοποιούσε, αλλά ομαλές κινήσεις, που έρεαν η μια στην άλλη, σχεδόν ένας χορός.
“Δεν αρκεί να κουνάς τη λεπίδα”, είπε ο Λαν, “αν και μερικοί έτσι νομίζουν. Τη μεγαλύτερη σημασία την έχει το μυαλό. Άδειασε το νου σου, βοσκέ. Άδειασε τον από το μίσος και το φόβο, από τα πάντα. Κάψε τα. Κι εσείς εκεί, για ακούστε. Μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε με το τσεκούρι ή το τόξο, με δόρυ ή με ράβδο, ή ακόμα και με τα γυμνά χέρια σας”.
Ο Ραντ τον κοίταξε. “Η φλόγα και το κενό”, είπε απορώντας. “Αυτό δεν εννοείς; Μου το δίδαξε ο πατέρας μου”.
Ο Πρόμαχος, σε απάντηση του έριξε μια δυσερμήνευτη ματιά. “Κράτα το σπαθί όπως σου έδειξα, βοσκέ. Δεν μπορώ έναν χωριάτη με λασπωμένα πόδια να τον κάνω ξιφομάχο μέσα σε μια ώρα, ίσως όμως σου μάθω πώς να μην κόψεις το πόδι σου”.
Ο Ραντ αναστέναξε και κράτησε το σπαθί όρθιο μπροστά του με τα δύο χέρια. Η Μουαραίν τους παρακολουθούσε ανέκφραστη, το άλλο βράδυ όμως είπε στον Λαν να συνεχίσει τα μαθήματα.
Το δείπνο ήταν πάντα ίδιο με το μεσημεριανό και το πρωινό, ψωμί και τυρί και ξεραμένο κρέας, μόνο που το συνόδευαν με ζεστό τσάι, αντί για νερό. Τα βράδια ο Θομ τους διασκέδαζε. Ο Λαν δεν άφηνε τον Βάρδο να παίξει άρπα, ή φλάουτο —δεν χρειαζόταν να ξεσηκώσουν την ύπαιθρο, έλεγε ο Πρόμαχος- αλλά ο Θομ έπαιζε μπαλάκια και διηγούνταν ιστορίες. Έλεγε το, “Ο Μάρα και οι Τρεις Ανόητοι Βασιλιάδες”, ή μια από τις εκατοντάδες διηγήσεις που κυκλοφορούσαν για τον Άνλα, τον Σοφό Συμβουλάτορα, ή κάτι όλο δόξα και περιπέτεια, όπως Το Μεγάλο Κυνήγι τον Κέρατος, πάντα όμως το τέλος ήταν ευτυχισμένο και όλοι γυρνούσαν ολόχαροι στην πατρίδα.
Όμως, παρ’ όλο που η περιοχή γύρω τους ήταν ειρηνική, χωρίς Τρόλοκ να ξεπροβάλλουν ανάμεσα στα δέντρα, χωρίς Ντραγκχάρ μέσα στα σύννεφα, του Ραντ του φαινόταν πως κατάφερναν να προκαλούν ένταση από μόνοι τους, κάθε φορά που υπήρχε ο κίνδυνος να χαλαρώσουν.
Υπήρχε το πρωινό που η Εγκουέν ξύπνησε και άρχισε να ξεπλέκει τα μαλλιά της. Ο Ραντ την παρακολούθησε με την άκρη του ματιού καθώς τύλιγε την κουβέρτα του. Κάθε βράδυ, όταν έσβηναν τη φωτιά, όλοι χώνονταν στις κουβέρτες τους, με εξαίρεση την Εγκουέν και την Άες Σεντάι. Οι δύο γυναίκες πάντα πήγαιναν χωριστά από τους άλλους, μιλούσαν για μια-δυο ώρες κι επέστρεφαν όταν οι άλλοι είχαν κοιμηθεί. Η Εγκουέν βούρτσισε τα μαλλιά της —εκατό φορές· ο Ραντ τις μέτρησε- ενώ ο ίδιος σέλωνε τον Κλάουντ και έδενε τα σακίδια και την κουβέρτα στη σέλα. Έπειτα, η Εγκουέν έβαλε κατά μέρος τη βούρτσα της, άπλωσε τα άδετα μαλλιά της στους ώμους της και σήκωσε την κουκούλα του μανδύα της.
Έκπληκτος, τη ρώτησε, “Τι κάνεις;” Εκείνη τον λοξοκοίταξε, χωρίς να του απαντήσει. Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη κουβέντα που της έλεγε τις τελευταίες δύο μέρες, μετά τη βραδιά στο καταφύγιο από κορμούς, στην όχθη του Τάρεν, αλλά αυτό δεν τον σταμάτησε. “Όλη τη ζωή σου περίμενες να κάνεις τα μαλλιά σου πλεξούδα και τώρα την παρατάς; Γιατί; Επειδή εκείνη δεν τα δένει;”
“Οι Άες Σεντάι δεν κάνουν τα μαλλιά τους πλεξούδα”, είπε η Εγκουέν απλά. “Εκτός αν το θέλουν”.
“Δεν είσαι Άες Σεντάι. Είσαι η Εγκουέν αλ’Βερ από το Πεδίο του Έμοντ και, αν σε έβλεπε από μια μεριά ο Κύκλος των Γυναικών, θα τους ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι”.