Выбрать главу

“Οι υποθέσεις του Κύκλου των Γυναικών δεν είναι δική σου δουλειά, Ραντ. Και θα γίνω Άες Σεντάι. Μόλις φτάσω στην Ταρ Βάλον”.

Εκείνος ξεφύσηξε. “Μόλις φτάσεις στην Ταρ Βάλον. Γιατί; Φως μου, για απάντησε μου. Δεν είσαι Σκοτεινόφιλη”.

“Νομίζεις ότι η Μουαραίν Σεντάι είναι Σκοτεινόφιλη; Αυτό νομίζεις;” Γύρισε για να τον κοιτάξει, με τις γροθιές της σφιγμένες και του φάνηκε ότι θα τον χτυπούσε. “Παρ’ όλο που έσωσε το χωριό; Παρ’ όλο που έσωσε τον πατέρα σου;”

“Δεν ξέρω τι είναι, όμως ό,τι κι αν είναι, αυτό δεν λέει τίποτα για τις υπόλοιπες. Οι ιστορίες—”

“Μην γίνεσαι παιδί, Ραντ! Άσε τις ιστορίες κι άνοιξε τα μάτια”.

“Τα μάτια μου την είδαν να βουλιάζει το πέραμα! Πες πως δεν είναι έτσι! Όταν βάζεις μια ιδέα στο μυαλό σου δεν αλλάζεις γνώμη, ακόμα κι αν σου πει κάποιος ότι πας να περπατήσεις στο νερό. Ανάθεμα το Φως, αν δεν ήσουν τόσο χαζή θα το καταλάβαινες-!”

“Είμαι χαζή, ε; Να σου πω κάτι, Ραντ! Είσαι ο πιο πεισματάρης, ο πιο ξεροκέφαλος-!”

“Εσείς οι δύο, θέλετε να ξυπνήσετε όλο τον κόσμο από δω ως τον Τάρεν;” ρώτησε ο Πρόμαχος.

Ο Ραντ, όπως στεκόταν εκεί με το στόμα ανοιχτό, προσπαθώντας να μιλήσει, κατάλαβε ξαφνικά ότι φώναζε. Ότι και οι δύο φώναζαν.

Η Εγκουέν κοκκίνισε σαν παπαρούνα, στριφογύρισε κι απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας “Άντρες!”, κάτι που έμοιαζε να απευθύνεται τόσο στον Πρόμαχο, όσο και στον ίδιο.

Ο Ραντ κοίταξε μαζεμένα τους υπόλοιπους. Όλοι τον κοίταζαν, όχι μόνο ο Πρόμαχος. Ο Ματ και ο Πέριν, κατάχλομοι. Ο Θομ, με σφιγμένο κορμί σαν να ήταν έτοιμος να τρέξει ή να πολεμήσει. Η Μουαραίν. Το πρόσωπο της Άες Σεντάι ήταν ανέκφραστο, αλλά τα μάτια της έμοιαζαν να τρυπούν το κεφάλι του. Προσπάθησε απεγνωσμένα να θυμηθεί τι ακριβώς είχε πει για τις Άες Σεντάι και τους Σκοτεινόφιλους.

“Είναι ώρα να πηγαίνουμε”, είπε η Μουαραίν. Γύρισε προς την Αλντίμπ και ο Ραντ ανατρίχιασε, σαν να τον είχαν αφήσει να βγει από παγίδα. Αναρωτήθηκε μήπως είχε γίνει αυτό ακριβώς.

Δυο νύχτες μετά, μπροστά στη χαμηλή φωτιά, ο Ματ έγλειψε κάτι κομματάκια τυριού που είχαν μείνει στα δάχτυλα του και είπε, “Ξέρετε, νομίζω ότι μας έχασαν”. Ο Λαν κάπου είχε χαθεί στη νύχτα, για να ρίξει μια τελευταία ματιά. Η Μουαραίν και η Εγκουέν είχαν πάει κατά μέρος για τη συζήτησή τους. Ο Θομ λαγοκοιμόταν κρατώντας την πίπα του και οι νεαροί άνδρες είχαν τη φωτιά ολόδική τους.

Ο Πέριν, που σκάλιζε νωχελικά τα κάρβουνα με ένα κλαρί, απάντησε, “Αν μας έχασαν, γιατί ο Λαν ψάχνει συνέχεια;” Ο Ραντ, στα πρόθυρα του ύπνου όπως ξάπλωνε, γύρισε την πλάτη στη φωτιά.

“Μας έχασαν τότε, στο Τάρεν Φέρυ”. Ο Ματ ξάπλωσε, με τα δάχτυλά του πλεγμένα πίσω από το κεφάλι του, ατενίζοντας τον ουρανό με το φεγγάρι του. “Αν στ’ αλήθεια ήθελαν εμάς”.

“Νομίζεις ότι το Ντραγκχάρ μας κυνηγούσε επειδή μας συμπάθησε;” ρώτησε ο Πέριν.

“Λέω, πάψτε να ανησυχείτε για τους Τρόλοκ και τα λοιπά και καθίστε να σκεφτείτε πώς θα δούμε τον κόσμο. Είμαστε εδώ που λένε οι ιστορίες. Με τι λέτε να μοιάζει μια αληθινή πόλη;”

“Πάμε στο Μπάερλον”, είπε νυσταγμένα ο Ραντ, αλλά ο Ματ ξεφύσηξε.

“Καλό το Μπάερλον, αλλά είδα τον παλιό χάρτη που έχει ο αφέντης αλ’Βερ. Αν στρίψουμε νότια, όταν φτάσουμε στο Κάεμλυν, ο δρόμος φτάνει ως το Ίλιαν και ακόμα παραπέρα”.

“Τι το ξεχωριστό έχει το Ίλιαν;” είπε ο Πέριν μ’ ένα χασμουρητό.

“Κατ’ αρχάς”, απάντησε ο Ματ, “το Ίλιαν δεν είναι τίγκα Αες Σε—”

Έπεσε σιωπή και ο Ραντ ξαφνικά βρέθηκε σε εγρήγορση. Η Μουαραίν είχε γυρίσει νωρίς. Μαζί της ήταν η Εγκουέν, αλλά η Άες Σεντάι, που στεκόταν στην άκρη του φωτεινού κύκλου της φωτιάς, ήταν αυτή που τραβούσε την προσοχή τους. Ο Ματ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με το στόμα ακόμα να χάσκει κοιτάζοντας την. Τα μάτια της Μουαραίν έπιαναν το φως σαν να ήταν σκούρα, γυαλισμένα πετράδια. Ο Ραντ, ξαφνικά, αναρωτήθηκε πόση ώρα στεκόταν εκεί.

“Τα παλικάρια απλώς έλεγαν-” άρχισε να λέει ο Θομ, αλλά η Μουαραίν δεν τον άφησε.

“Λίγες μέρες ανάπαυλας και είστε έτοιμοι να τα παρατήσετε”. Η γαλήνια, σταθερή φωνή της ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το βλέμμα της. “Μια-δυο μέρες ησυχίας και ήδη ξεχάσατε τη Νύχτα του Χειμώνα”.

“Δεν ξεχάσαμε”, είπε ο Πέριν. “Απλώς-” Η Άες Σεντάι, χωρίς να υψώσει τη φωνή της, τον έκοψε κι αυτόν.

“Έτσι νιώθετε όλοι; Είστε έτοιμοι να τρέξετε στο Ίλιαν και να ξεχάσετε τους Τρόλοκ και τους Ημιάνθρωπους και τα Ντραγκχάρ;” Τα μάτια της ταξίδεψαν πάνω τους —η αντίθεση ανάμεσα στη σκληρή λάμψη τους και στον απλό τόνο της φωνής της τάραξε τον Ραντ — αλλά δεν έδωσε σε κανέναν ευκαιρία να μιλήσει. “Ο Σκοτεινός κυνηγάει εσάς τους τρεις, τον έναν, ή όλους σας και, αν σας αφήσω να τρέχετε όπου θέλετε, θα σας πιάσει. Στέκομαι ενάντια σε ό,τι θέλει ο Σκοτεινός, οπότε ακούστε αυτό που θα σας πω και καταλάβετε ότι είναι αλήθεια. Για να μην σας πάρει ο Σκοτεινός, θα σας σκοτώσω εγώ η ίδια”.