Выбрать главу

Η φωνή της, τόσο φυσιολογική, έπεισε τον Ραντ. Η Άες Σεντάι θα έκανε ακριβώς αυτό που είχε πει, αν πίστευε πως ήταν αναγκαίο. Δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα, και δεν ήταν ο μόνος. Ακόμα και ο Βάρδος άρχισε να ροχαλίζει πολύ ώρα μετά από τότε που έσβησαν και τα τελευταία κάρβουνα. Αυτή τη φορά, η Μουαραίν δεν πρόσφερε τη βοήθειά της.

Οι βραδινές συζητήσεις, μεταξύ της Εγκουέν και της Μουαραίν, ήταν για τον Ραντ μια μόνιμη ενόχληση. Όποτε χάνονταν στο σκοτάδι, φεύγοντας από τους άλλους για να μείνουν μόνες, αναρωτιόταν τι έλεγαν, τι έκαναν. Τι έκανε η Άες Σεντάι στην Εγκουέν;

Μια νύχτα, ο Ραντ περίμενε ώσπου να βολευτούν όλοι, με τον Θομ να ροχαλίζει, σαν πριόνι που έκοβε ρόζο βελανιδιάς. Τότε απομακρύνθηκε, τυλιγμένος στην κουβέρτα του. Με τη δεξιοτεχνία που είχε αποκτήσει κυνηγώντας κουνέλια, περπάτησε με τις σκιές του φεγγαριού, ώσπου βρέθηκε κουλουριασμένος στη ρίζα μιας ψηλής σημύδας, ενός δέντρου με σκληρά, πλατιά φύλλα, τόσο κοντά που άκουγε τη Μουαραίν και την Εγκουέν, που κάθονταν σε έναν πεσμένο κορμό με μια μικρή λάμπα για φως.

“Ρώτα”, έλεγε η Μουαραίν “και αν μπορώ να σου το πω τώρα, θα απαντήσω. Πρέπει να καταλάβεις ότι υπάρχουν πολλά για τα οποία ακόμα δεν είσαι έτοιμη, πράγματα που δεν μπορείς να μάθεις, αν δεν έχεις μάθει άλλα πράγματα, τα οποία απαιτούν να μάθεις κι άλλα πράγματα πριν. Αλλά ρώτα, ό,τι θέλεις”.

“Οι Πέντε Δυνάμεις”, είπε αργά η Εγκουέν. “Η Γη, ο Αέρας, η Φωτιά, το Νερό και το Πνεύμα. Δεν φαίνεται δίκαιο να είναι οι άντρες πιο δυνατοί στο χειρισμό της Γης και της Φωτιάς. Γιατί να έχουν τις ισχυρότερες δυνάμεις;”

Η Μουαραίν γέλασε. “Αυτό νομίζεις, παιδί μου; Υπάρχει βράχος, τόσο σκληρός, που να μην μπορούν να τον σκάψουν ο αέρας και το νερό, φωτιά, τόσο δυνατή, που το νερό να μην την πνίγει και ο αέρας να μην τη σβήνει;”

Η Εγκουέν έμεινε σιωπηλή για λίγη ώρα, σκάβοντας το χώμα με το δάχτυλο του ποδιού της. “Αυτοί... ήταν αυτοί που... που προσπάθησαν να ελευθερώσουν τον Σκοτεινό και τους Αποδιωγμένους, ε; Οι άνδρες Άες Σεντάι;” Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε πιο γοργά. “Οι γυναίκες δεν είχαν αναμιχθεί. Αυτοί που τρελάθηκαν και τσάκισαν τον κόσμο ήταν οι άνδρες”.

“Φοβάσαι”, είπε βλοσυρά η Μουαραίν. “Αν είχες μείνει στο Πεδίο του Έμοντ, κάποτε θα γινόσουν Σοφία. Αυτό δεν ήταν το σχέδιο της Νυνάβε; Ή θα έμπαινες στον Κύκλο των Γυναικών και θα φρόντιζες τις υποθέσεις του χωριού, ενώ το Συμβούλιο του Χωριού θα νόμιζε πως αυτό είχε το πάνω χέρι. Αλλά εσύ έκανες το αδιανόητο. Έφυγες από το Πεδίο του Έμοντ, έφυγες από τους Δύο Ποταμούς, αναζητώντας περιπέτειες. Ήθελες να το κάνεις και την ίδια στιγμή το φοβόσουν. Και αρνείσαι πεισματικά να παραδοθείς στο φόβο σου. Αλλιώς δεν θα με ρωτούσες πώς μπορεί μια γυναίκα να γίνει Άες Σεντάι. Αλλιώς δεν θα πατούσες έθιμα και συνήθειες”.

“Όχι”, διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν. “Δεν φοβάμαι. Θέλω να γίνω Άες Σεντάι”.

“Καλύτερα να φοβόσουν, αλλά ελπίζω να κρατήσεις αυτή την πεποίθηση. Τώρα πια, ελάχιστες γυναίκες έχουν την ικανότητα να μυηθούν και πολύ λιγότερες είναι αυτές που το επιθυμούν”. Η φωνή της Μουαραίν ηχούσε νοσταλγική. “Σίγουρα ποτέ δεν έχουν εμφανιστεί δύο μαζί στο ίδιο χωριό. Το αρχαίο αίμα είναι ακόμα δυνατό στους Δύο Ποταμούς”.

Ο Ραντ σάλεψε στις σκιές. Ένα κλαράκι έσπασε κάτω από το πόδι του. Αμέσως μαρμάρωσε, κράτησε την ανάσα του ιδρωμένος, αλλά οι δύο γυναίκες δεν σήκωσαν το βλέμμα.

“Δύο;” αναφώνησε η Εγκουέν. “Ποια άλλη; Είναι η Κάρι; Η Κάρι Θέην; Η Λάρα Αγιέλαν;”

Η Μουαραίν πλατάγισε τη γλώσσα της με αγανάκτηση, ύστερα είπε αυστηρά, “Ξέχνα ότι σου το είπα. Φοβάμαι πως ο δικός της δρόμος στρίβει αλλού. Ασχολήσου με τα δικά σου. Δεν διάλεξες εύκολο δρόμο”.

“Δεν θα γυρίσω πίσω”, είπε η Εγκουέν.

“Ας είναι έτσι. Μα ακόμα θέλεις διαβεβαιώσεις κι εγώ δεν μπορώ να σου τις δώσω, με τον τρόπο που θέλεις”.

“Δεν καταλαβαίνω”.

“Θέλεις να ακούσεις ότι οι Άες Σεντάι είναι καλές κι αγνές, ότι το Τσάκισμα του Κόσμου το προκάλεσαν εκείνοι οι κακοί οι άνδρες και όχι οι γυναίκες. Εντάξει, το έκαναν οι άνδρες, αλλά δεν είχαν περισσότερη κακία από άλλους. Ήταν παράφρονες, όχι κακοί. Οι Άες Σεντάι που θα βρεις στην Ταρ Βάλον είναι άνθρωποι, διόλου διαφορετικές από άλλες γυναίκες, παρά μόνο στην ικανότητα που μας χωρίζει. Είναι γενναίες και δειλές, δυνατές κι αδύναμες, ευγενικές και άσπλαχνες, καλόκαρδες και ψυχρές. Όταν κάποια γίνεται Άες Σεντάι δεν αλλάζει αυτό που είναι”.

Η Εγκουέν ανάσανε βαθιά. “Μάλλον αυτό φοβόμουν, ότι θα με άλλαζε η Δύναμη. Αυτό και τους Τρόλοκ. Και... Μουαραίν Σεντάι, στο όνομα του Φωτός, γιατί ήρθαν οι Τρόλοκ στο Πεδίο του Έμοντ;”