Выбрать главу

Η Άες Σεντάι γύρισε το κεφάλι και τα μάτια της κοίταξαν την κρυψώνα του Ραντ. Η ανάσα του σκάλωσε στο λαιμό του· το βλέμμα της ήταν σκληρό, όπως τότε που τους είχε απειλήσει και ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι μπορούσε να τον δει, τρυπώντας τα χοντρά κλαδιά της σημύδας. Φως μου, τι θα κάνει αν με βρει να κρυφακούω;

Προσπάθησε να γίνει ένα με τις βαθιές σκιές. Με το βλέμμα του καρφωμένο στις γυναίκες, το πόδι του πιάστηκε σε μια ρίζα και μόλις που κατάφερε να μην κουτρουβαλήσει στους νεκρούς θάμνους, οι οποίοι θα τον φανέρωναν με το τρίξιμο των κλαδιών τους, που θα ακουγόταν σαν πυροτεχνήματα. Έτρεξε λαχανιασμένος στα τέσσερα, κάνοντας ησυχία μάλλον κατά τύχη. Η καρδιά του χτυπούσε, τόσο βροντερά, που σκέφτηκε ότι θα τον πρόδιδε. Βλάκα! Κρυφακούς μια Άες Σεντάι!

Γύρισε στους άλλους που κοιμούνταν και χώθηκε σιωπηλά ανάμεσά τους. Ο Λαν κουνήθηκε λίγο όταν ο Ραντ ξάπλωσε στο χώμα και τράβηξε την κουβέρτα του, όμως χαλάρωσε πάλι μ’ ένα στεναγμό. Απλώς είχε γυρίσει στον ύπνο του. Ο Ραντ ανάσανε βαθιά, σιωπηλά.

Μετά από μια στιγμή, από το σκοτάδι εμφανίστηκε η Μουαραίν και σταμάτησε σε σημείο που να μπορεί να κοιτάξει προσεκτικά τις ξαπλωμένες φιγούρες. Το φεγγαρόφωτο σχημάτιζε μια άλω γύρω της. Ο Ραντ έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να αναπνέει ήρεμα, ενώ ταυτόχρονα έστηνε αυτί για να ακούσει τυχόν βήματα που πλησίαζαν. Δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια, η Μουαραίν είχε χαθεί.

Όταν τελικά τον πήρε ο ύπνος, ήταν ταραγμένος και γεμάτος ανήσυχα όνειρα, στα οποία όλοι οι άνδρες στο Πεδίο του Έμοντ ισχυρίζονταν πως ήταν ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας και όλες οι γυναίκες είχαν γαλάζια πετράδια στα μαλλιά, σαν εκείνο που φορούσε η Μουαραίν. Δεν προσπάθησε άλλη φορά να κρυφακούσει τη Μουαραίν και την Εγκουέν.

Το αργό ταξίδι τους συνεχίστηκε για έκτη μέρα. Ο κρύος ήλιος γλίστρησε αργά προς τις κορυφές των δέντρων, ενώ λίγα αραιά σύννεφα ταξίδευαν ψηλά προς το νότο. Ο άνεμος δυνάμωσε για μια στιγμή και ο Ραντ τράβηξε το μανδύα στους ώμους του, μουρμουρίζοντας. Αναρωτήθηκε, αν θα έφταναν ποτέ στο Μπάερλον. Η απόσταση, που είχαν ταξιδέψει μετά το ποτάμι, ήδη ήταν μεγαλύτερη από την απόσταση μεταξύ Τάρεν Φέρυ και Λευκού Ποταμού, όμως ο Λαν, όταν τον ρωτούσαν, έλεγε ότι ήταν ένα ταξιδάκι, δεν άξιζε να το λέει κανείς ταξίδι. Ο Ραντ ένιωθε χαμένος.

Ο Λαν φάνηκε μπροστά τους στο δάσος, επιστρέφοντας από την εξόρμηση του. Τράβηξε τα γκέμια και ακολούθησε τη Μουαραίν από δίπλα, με το κεφάλι του σκυμμένο κοντά στο δικό της.

Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα, αλλά δεν ρώτησε τίποτα. Ο Λαν ποτέ δεν έδινε σημασία όταν του έκαναν τέτοιες ερωτήσεις.

Απ’ όλα τα μέλη της ομάδας, μόνο η Εγκουέν φάνηκε να προσέχει το γυρισμό του, τόσο πολύ είχαν συνηθίσει αυτή την τακτική και έμεινε κι αυτή πιο πίσω. Μπορεί η Άες Σεντάι να φερόταν σαν να ήταν η Εγκουέν υπεύθυνη για τους χωρικούς του Πεδίου του Έμοντ, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως είχε λόγο όταν ο Πρόμαχος έδινε αναφορά. Ο Πέριν κουβαλούσε το τόξο του Ματ βυθισμένος στη σιωπή και την περίσκεψη, που έμοιαζαν να τους καταλαμβάνουν όλο και πιο συχνά όσο απομακρύνονταν από τους Δύο Ποταμούς. Χάρη στο αργό βάδισμα των αλόγων, ο Ματ μπορούσε να εξασκείται, παίζοντας με τρία πετραδάκιά, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Θομ Μέριλιν. Όχι μόνο ο Λαν, αλλά και ο Βάρδος έδινε μαθήματα κάθε βράδυ.

Ο Λαν τελείωσε με τη Μουαραίν, ό,τι κι αν ήταν αυτό που της έλεγε κι εκείνη γύρισε επιτόπου στη σέλα για να κοιτάξει τους άλλους. Ο Ραντ προσπάθησε να μην κοκαλώσει, όταν το βλέμμα της πέρασε από πάνω του. Μήπως τον είχε κοιτάξει μια στιγμή παραπάνω από τους άλλους; Είχε τη δυσάρεστη αίσθηση πως η Μουαραίν ήξερε ποιος κρυφάκουγε στο σκοτάδι εκείνη τη νύχτα.

“Ε, Ραντ”, φώναξε ο Ματ, “μπορώ να παίξω τέσσερα στα χέρια μου!” Ο Ραντ κούνησε το χέρι του σε απάντηση, χωρίς να κοιτάξει πίσω. “Σου είπα ότι θα έφτανα τα τέσσερα πριν από σένα. Και — κοίτα!”

Είχαν περάσει ένα χαμηλό λόφο και από κάτω τους, ένα μόλις μίλι παραπέρα, με το δρόμο να περνά μέσα από τα γυμνά δέντρα και τις μακριές σκιές του δειλινού, απλωνόταν το Μπάερλον. Ο Ραντ άφησε μια πνιχτή ανάσα, χαμογελώντας και χάσκοντας μαζί.

Ένα τείχος από κορμούς δέντρων, σχεδόν επτά μέτρα ψηλό, περικύκλωνε την πόλη, με ξύλινους πύργους για σκοπιές, σκορπισμένες κατά μήκος του. Μέσα του, στέγες με λιθοκέραμα και κεραμίδια έλαμπαν στον ήλιο που έγερνε και τούφες καπνού έβγαιναν από τις καμινάδες. Εκατοντάδες καμινάδες. Πουθενά δεν φαινόταν καλαμοσκεπή. Ένας φαρδύς δρόμος περνούσε ανατολικά της πόλης και ένας άλλος δυτικά και στον καθένα υπήρχαν πάνω από δέκα άμαξες και τα διπλάσια κάρα με βόδια, που πήγαιναν προς τον ξύλινο τοίχο. Κοντά στην πόλη υπήρχαν σκόρπια αγροκτήματα, περισσότερα προς το βορρά και λιγοστά κοντά στο δάσος του νότου, αλλά αυτά σχεδόν δεν υπήρχαν μπροστά στο βλέμμα του Ραντ. Είναι πιο μεγάλη από το Πεδίο τον Έμοντ και το Λόφο της Βίγλας και το Ντέβεν Ράιντ μαζί! Και το Τάρεν Φέρυ, ίσως.