Выбрать главу

“Έτσι λοιπόν είναι οι πόλεις”, είπε ο Ματ χαμηλόφωνα, γέρνοντας μπροστά, πάνω από το λαιμό του αλόγου του, για να κοιτάξει.

Ο Πέριν μόνο κούνησε το κεφάλι. “Πώς μπορούν να ζουν τόσοι άνθρωποι μαζί σε ένα μέρος;”

Η Εγκουέν απλώς κοιτούσε.

Ο Θομ Μέριλιν έριξε μια ματιά στον Ματ κι έπειτα σήκωσε ικετευτικά το βλέμμα και φύσηξε το μουστάκι του. “Πόλη!” είπε ρουθουνίζοντας.

“Κι εσύ, Ραντ;” είπε η Μουαραίν. Τι γνώμη έχεις τώρα που πρωτοβλέπεις το Μπάερλον;”

“Νομίζω πως είναι μακριά από την πατρίδα”, είπε εκείνος αργά, κάνοντας τον Ματ να γελάσει κοφτά.

“Έχεις δρόμο ακόμα μπροστά σου”, είπε η Μουαραίν. “Πολύ δρόμο. Αλλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή, παρά μόνο να τρέχετε και να κρύβεστε και να τρέχετε πάλι σ’ όλη τη ζωή σας. Που θα ήταν πολύ σύντομη. Πρέπει να το θυμάστε αυτό, όταν το ταξίδι δυσκολεύει. Δεν έχετε επιλογή”.

Ο Ραντ αντάλλαξε ματιές με τον Ματ και τον Πέριν. Η έκφρασή τους έλεγε πως σκέφτονταν τα ίδια κι εκείνοι. Πώς μπορούσε η Μουαραίν να μιλά για επιλογές μετά απ’ όσα είχε πει; Η Άες Σεντάι διάλεξε για μας.

Η Μουαραίν συνέχισε να μιλά, σαν να μην ήταν ολοφάνερες οι σκέψεις τους. “Ο κίνδυνος ξαναρχίζει εδώ. Εντός των τειχών, να προσέχετε τι λέτε. Πάνω απ’ όλα, μην αναφέρετε Τρόλοκ ή Ημιανθρώπους, ή ό,τι σχετικό. Δεν πρέπει ούτε καν να σκεφτείτε τον Σκοτεινό. Μερικοί στο Μπάερλον αγαπούν πολύ λιγότερο τις Άες Σεντάι απ’ όσο τις αγαπούν στο Πεδίο του Έμοντ και ίσως να υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι”. Η Εγκουέν άφησε μια πνιχτή κραυγή και ο Πέριν κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Ο Ματ χλόμιασε, αλλά η Μουαραίν συνέχισε να μιλά ατάραχη. “Δεν πρέπει να τραβήξουμε την προσοχή”. Ο Λαν είχε βγάλει το μανδύα του, που έπαιρνε αποχρώσεις του γκρίζου και του πράσινου και έβαζε έναν σκούρο καφέ, που ήταν πιο συνηθισμένος, αν και καλοραμμένος και φτιαγμένος από καλό ύφασμα. Ο μανδύας του που άλλαζε χρώματα έγινε ένα εξόγκωμα σε ένα σακίδιο της σέλας του. “Δεν χρησιμοποιούμε τα δικά μας ονόματα εδώ πέρα”, συνέχισε η Μουαραίν. “Εδώ είμαι γνωστή ως Αλυς και ο Λαν είναι ο Άτρα. Να το θυμάστε. Ωραία. Να περάσουμε τα τείχη, πριν μας προλάβει η νύχτα. Οι πύλες της Μπάερλον κλείνουν από τη δύση του ήλιου ως την ανατολή”.

Με τον Λαν να τους οδηγεί, κατηφόρισαν το λόφο και πέρασαν το δάσος, πλησιάζοντας το τείχος από κορμούς. Ο δρόμος περνούσε δίπλα από δέκα περίπου αγροκτήματα —κανένα δεν ήταν κοντά και από τους ανθρώπους που τελείωναν τις δουλειές τους, κανένας δεν φάνηκε να προσέχει τους ταξιδιώτες- και κατέληγε σε μια βαριά ξύλινη πύλη, ασφαλισμένη με πλατιές μπάρες από μαύρο σίδερο. Ήταν κλειδωμένη, παρ’ όλο που ο ήλιος ακόμα δεν είχε δύσει.

Ο Λαν πλησίασε το τείχος και τράβηξε ένα ξεφτισμένο σκοινί, που κρεμόταν δίπλα στις πόρτες. Ένα καμπανάκι ακούστηκε από την άλλη πλευρά του τείχους. Από το πάνω μέρος του τείχους πρόβαλλε και τους έριξε μια καχύποπτη ματιά ένα μαραμένο πρόσωπο, που φορούσε ένα φθαρμένο υφασμάτινο σκούφο. Τους αγριοκοίταξε ανάμεσα από τις κομμένες άκρες δύο κορμών, τρεις ολόκληρες απλωσιές ψηλότερα από τα κεφάλια τους.

“Τι γίνεται εκεί κάτω, ε; Βράδιασε και δεν ανοίγουμε την πύλη. Βράδιασε, είπα. Να πάτε από γύρω, στην Πύλη της Λευκής Γέφυρας, αν θέλετε να —” Η φοράδα της Μουαραίν βγήκε σε σημείο που να τη βλέπει καθαρά ο άνδρας πάνω στο τείχος. Ξαφνικά, οι ρυτίδες του έγιναν πιο βαθιές καθώς χαμογελούσε, φανερώνοντας ότι του έλειπαν κάποια δόντια και φάνηκε να διστάζει, αν θα έπρεπε να μιλήσει ή να κάνει το καθήκον του. “Δεν ήξερα ότι ήσουν εσύ, κυρά. Περίμενε. Κατεβαίνω αμέσως. Στάσου. Έρχομαι. Έρχομαι”.

Το κεφάλι εξαφανίστηκε, αλλά ο Ραντ τον άκουγε που τους ξανάλεγε να σταθούν εκεί και ότι κατέβαινε. Η δεξιά πόρτα, τρίζοντας δυνατά μετά από τόση αχρηστία, άνοιξε αργά προς τα έξω. Σταμάτησε όταν είχε ανοίξει τόσο, που μόλις χωρούσε να περάσει ένα άλογο και ο φύλακας της πύλης πρόβαλε το κεφάλι από το άνοιγμα, τους άστραψε πάλι ένα, σχεδόν φαφούτικο, χαμόγελο και βγήκε από το δρόμο τους. Η Μουαραίν ακολούθησε τον Λαν, με την Εγκουέν ακριβώς πίσω τους.

Ο Ραντ έβαλε τον Κλάουντ να ακολουθήσει την Μπέλα και βρέθηκε σε ένα στενό δρόμο, με ψηλούς ξύλινους φράχτες και μεγάλες αποθήκες δίχως παράθυρα, με πλατιές, σφιχτοκλεισμένες πόρτες. Η Μουαραίν και ο Λαν είχαν ήδη κατέβει από τα άλογα και μιλούσαν με τον ρυτιδιασμένο φύλακα της πύλης, έτσι ξεπέζεψε κι ο Ραντ.